περνώ κ. περνάω, ρ. [<μσν. περνῶ <αρχ. περῶ], περνώ. 1. διασχίζω: «μόλις περάσεις τη γέφυρα, στρίψε αριστερά κι έφτασες || ο ποταμός περνάει όλη την πεδιάδα και χύνεται στη θάλασσα». 2. προσπερνώ: «στην εθνική οδό περνούσαμε όλα τ’ αυτοκίνητα, γιατί τρέχαμε πολύ». 3. επισκέπτομαι, μπαίνω: «πέρασα τ’ απόγευμα απ’ το θείο μου να δω τι κάνει || λέμε να περάσουμε κι απ’ την Πάτρα για να δουν τα παιδιά το καρναβάλι || καθώς θα ’ρχεσαι, πέρνα απ’ το φαρμακείο να μου αγοράσεις τα χάπια μου || μπορώ να μπω; -Πέρνα ελεύθερα». (Λαϊκό τραγούδι: Ε, ρε! Πώς περνάς σαν έχεις γκομενίτσα δουλικό, σε περνάει μες στην κουζίνα και σου λέει, βουρ! στο ψητό). 4. μεταβιβάζω, μεταφέρω: «λίγο πριν πεθάνει, πέρασε στο γιο του όλη του την περιουσία || ο αναπτήρας πέρασε χέρι χέρι κι εξαφανίστηκε || τον πέρασα απέναντι, γιατί ήταν τυφλός». 5. ξεπερνώ, είμαι ανώτερος ή μεγαλύτερος από κάποιον: «τον πέρασα στο τρέξιμο || τον περνώ δυο χρόνια». 6. περνώ με επιτυχία κάποιο διαγωνισμό, κάποιες εξετάσεις ή κάποια προκριματική διαδικασία: «ο γιος του πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο || πέρασα το τάδε μάθημα || η ομάδα μας, μετά την τελευταία της νίκη, πέρασε στα ημιτελικά της διοργάνωσης». 7. ντύνομαι, φορώ: «πριν φύγεις, πέρασε κι ένα καθαρό πουκάμισο απάνω σου». 8. κρεμώ, τοποθετώ: «του πέρασα την αλυσίδα στο λαιμό || ο αστυνομικός του πέρασε τις χειροπέδες στα χέρια || μην ξεχάσεις να περάσεις τις κουρτίνες». 9. καταγράφω, καταχωρώ: «θέλω να περάσεις στα βιβλία όλα τα έξοδα || πρέπει να περάσω τις ασκήσεις στο καθαρό». 10. προσθέτω, επεξεργάζομαι, ασχολούμαι με κάτι: «μόλις στεγνώσει, θα το περάσω ένα δεύτερο χέρι || το πάτωμα ήταν χάλια και του πέρασα ένα σφουγγάρισμα || του περνάω ένα γαζί κι είναι έτοιμο για πρόβα το φόρεμα». 11. ζω: «τον τελευταίο καιρό περνώ δύσκολα». (Λαϊκό τραγούδι: Ε, ρε! Πώς περνάς σαν έχεις γκομενίτσα δουλικό, σε περνάει μες στην κουζίνα και σου λέει, βουρ! στο ψητό). 12. υποφέρω: «περνώ πολλά βάσανα». 13. ολοκληρώνω, φτάνω στο τέρμα μου, εξαντλώ τα χρονικά μου όρια: «πέρασε τ’ απόγευμα κι ακόμη δε φάνηκε || γρίπη είναι και θα περάσει || πέρασε κι αυτή η χρονιά και δεν έβαλες μυαλό». (Τραγούδι: και αν η φτώχεια μ’ έχει κουρελιάσει κι αυτό θα περάσει κι αυτό τα περάσει).14. (για τάβλι) προχωρώ το πούλι μου πάνω από πιασμένο αντίπαλο πούλι ή πάνω από πιασμένη πόρτα από τον αντίπαλό μου: «αν δεν έφερνα έξι πέντε, δε θα μπορούσα να περάσω». (Ακολουθούν 273 φρ.)·
- αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- αυτά δεν περνάνε σε μας ή αυτά δεν περνάνε σε μένα ή αυτά σε μας δεν περνάνε ή αυτά σε μένα δεν περνάνε, βλ. λ. αυτός·
- αφήνει να περάσει ο ελέφαντας και δείχνει το κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- βλέπει τα τρένα να περνούν, βλ. λ. τρένο·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, βλ. λ. γαμώ·
- για να περνά η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- για να περνώ τον καιρό μου, βλ. λ. καιρός·
- για πέρνα απ’ το ιδιαίτερο! βλ. λ. ιδιαίτερο·
- για ποιον με πέρασες; βλ. λ. ποιος·
- για ποιον με περνάς; βλ. λ. ποιος·
- δε θα περάσει, (ιδίως για νόμο ή πολιτική κατάσταση) δε θα εγκριθεί, δε θα ισχύσει, γιατί προκαλεί τη λαϊκή αντίδραση: «ο νόμος του υπουργού Παιδείας για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δε θα περάσει». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όποτε ακούω ακορντεόν. Κι έχει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει «Δε θα περά- Δε θα περάσει ο φασισμός). Χρησιμοποιείται και ως σύνθημα, επαναλαμβανόμενο ρυθμικά·
- δε θα περάσει έτσι, βλ. λ. έτσι·
- δε θα περάσεις απ’ τη γειτονιά μου; βλ. λ. γειτονιά·
- δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι, βλ. λ. έτσι·
- δε θα του περάσει, δε θα γίνει αυτό που θέλει, δε θα γίνει το δικό του: «όσο και να προσπαθήσει να μου φάει τη θέση, δε θα του περάσει». (Λαϊκό τραγούδι: λυσσάνε τώρα κι έχουνε από τη ζήλια σκάσει, μα γω ’χω τα κολπάκια μου και δε θα τους περάσει // ό,τι θέλει αυτή δε θα μου κάνει· αν δε μετανιώσει, πες της, θα πεθάνει, δε θα της περάσει, μη φοβάσαι, πάντα μες στην αγκαλιά μου θα ’σαι
- δεν περνά η μαγκιά σου, βλ. λ. μαγκιά·
- δεν περνά η μπογιά του, βλ. λ. μπογιά·
- δεν περνάει, (για λίρες ή χαρτονομίσματα) δεν έχει το αντίκρισμα που αναγράφει, γιατί είναι κάλπικο ή ξεπερασμένο: «αυτή η λίρα δεν περνάει, γιατί είναι κάλπικη || αυτό το πεντοχίλιαρο δεν περνάει, γιατί τώρα έχουμε το ευρώ || αυτό το πενηντάευρω δεν περνάει, γιατί είναι μαϊμού»· βλ. και φρ. δεν περνάνε·  
- δεν περνάει απ’ την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα μου, βλ. λ. πόρτα·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν περνάει κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. μύγα·
- δεν περνάει ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- δεν περνάει ούτε (κάτω) από καμάρα, βλ. λ. καμάρα·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του, βλ. λ. χρόνος·
- δεν περνάνε, (ιδίως για λεφτά) για κάποιο λόγο δεν έχουν αξία, δεν κυκλοφορούν. Συνήθης διαπίστωση των ζωντανών φτωχών για τα λεφτά των νεκρών πλουσίων. (Λαϊκό τραγούδι: αφού στον άλλον τον ντουνιά λεφτά δε θα περνάνε,τα ’χουν και τα θυμιατίζουνε, δεν ξέρουν να τα φάνε)· βλ. και φρ. δεν περνάει·
- δεν περνάς κυρά Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- δεν περνούν τα λεφτά σου, βλ. λ. λεφτά·
- δεν περνώ το κατώφλι του, βλ. λ. κατώφλι·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- έφτασε η Τετραδίτσα, πέρασε η βδομαδίτσα, βλ. λ. Τετράδι·
- η ζωή να περνά, βλ. λ. ζωή·
- η στεναχώρια περνάει. -Περνάει αλλά τρυπάει, βλ. λ. στεναχώρια·
- θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου! βλ. λ. πάγκος·
- θα περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου, βλ. λ. πτώμα·
- θα στο περάσω κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- θα στο περάσω τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός περνάει και όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, βλ. λ. καιρός·
- με πέρασε στο κλασέ, βλ. λ. κλασέ·
- με περνά για…, έχει τη γνώμη ότι είμαι…, με θεωρεί, νομίζει: «με περνά για ανόητο και θέλει να με ξεγελάσει». Συνών. με παίρνει για (…)·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, βλ. λ. έρωτας·
- μεγάλη πόρτα θα περάσεις, βλ. λ. πόρτα·
- μου πέρασε, α. έπαψε πια να με απασχολεί, μου έφυγε η διάθεση, το ξέχασα: «είχα σκοπό ν’ αγοράσω κι εγώ αυτοκίνητο, αλλά μου πέρασε || κάποτε ήθελα να τον δείρω, αλλά τώρα μου πέρασε». β. (για ασθένειες) δε με ενοχλεί, έγινα καλά: «πριν από λίγο πονούσε το στομάχι μου, αλλά, μόλις ήπια ένα ποτήρι γάλα, μου πέρασε»·   
- μου πέρασε απ’ το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου πέρασε απ’ το νου, βλ. λ. νους·
- μου πέρασε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου περνούν μαύρες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- μπόρα είναι (και) θα περάσει, βλ. λ. μπόρα·
- να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. λ. χαλκάς·
- ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, βλ. λ. ποντικός·
- όνειρο ήταν και πέρασε, βλ. λ. όνειρο·
- ορίστε, περάστε! βλ. λ. ορίζω·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- πάει, πέρασε! (για καιρό ή ηλικία), βλ. λ. πάει·
- πέρασα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, βλ. λ. σαγόνι·
- πέρασα απ’ τα σαράντα κύματα, βλ. λ. κύμα·
- πέρασα απ’ του βελονιού την τρύπα, βλ. λ. τρύπα·
- πέρασα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πέρασα απέναντι, βλ. λ. απέναντι·
- πέρασα τράνζιτ, βλ. λ. τράνζιτ·
- περάσαμε Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- περάσαμε ανώτερα, βλ. λ. ανώτερος·
- περάσαμε αφασία, βλ. λ. αφασία·
- περάσαμε γκαγκάν, βλ. λ. γκαγκάν·
- περάσαμε δυνατά, βλ. λ. δυνατά·
- περάσαμε λώλα, βλ. λ. λώλα·
- περάσαμε χίλιες και μία νύχτες, βλ. λ. νύχτα·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- πέρασαν τα χρόνια μου, βλ. λ. χρόνος·
- πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- πέρασε απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέρασε η βασιλεία του, βλ. λ. βασιλεία·
- πέρασε η μπογιά του, βλ. λ. μπογιά·
- πέρασε η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- πέρασε και δεν άγγιξε, βλ. συνηθέστ. πέρασε και δεν ακούμπησε·
- πέρασε και δεν ακούμπησε, α. ειρωνική αμφισβήτηση για την ικανότητα κάποιου σε μια τέχνη ή για τις ικανότητες κάποιου στον επαγγελματικό του χώρο: «ο τάδε είναι καλός ηθοποιός. -Πέρασε και δεν ακούμπησε! || ο τάδε είναι πολύ καλός γιατρός. -Πέρασε και δεν ακούμπησε!». β. ειρωνική έκφραση για αποτυχημένη σύγκριση δυο προσώπων ή πραγμάτων: «η τάδε είναι ίδια η Μιμή Ντενίση. -Πέρασε και δεν ακούμπησε || τ’ αυτοκίνητο που έχω, είναι σχεδόν ίδιο με το δικό σου στα κομφόρ. -Πέρασε και δεν ακούμπησε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το πώς·
- πέρασε ο καιρός του, (για πρόσωπα), βλ. λ. καιρός·
- πέρασε ο καιρός τους, (για καρπούς, φρούτα), βλ. λ. καιρός·
- πέρασε πολλά, βλ. λ. πολύς·
- πέρασε σαν φωτιά και λάβα, βλ. λ. λάβα·
- πέρασε στα ψιλά (των εφημερίδων), βλ. λ. ψιλός·
- πέρασε στην εφεδρεία, βλ. λ. εφεδρεία·
- πέρασε (τη) χρονιά, (για μαθητές, ιδίως φοιτητές), βλ. λ. χρονιά·
- πέρασε την τάξη, (για μαθητές), βλ. λ. τάξη·
- πέρασε το δικό του, βλ. λ. δικός·
- περάστε κόσμε! βλ. λ. κόσμος·
- περνά περνά η μέλισσα, βλ. λ. μέλισσα·
- περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- περνάει από πατέρα σε γιο ή περνάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. λ. πατέρας·
- περνάει για σπουδαίος, βλ. λ. σπουδαίος·
- περνάει δεν περνάει, α. είναι αμφίβολο αν μπορεί να διέλθει από κάποιο πέρασμα: «είναι τόσο χοντρός, που περνάει δεν περνάει απ’ το μικρό πορτάκι || είναι τόσος στενός ο δρόμος, που περνάει δεν περνάει το φορτηγό». β. (για μαθητές) είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει να εισαχθεί σε κάποια ανώτατη σχολή: «δεν είχε διαβάσει πολύ καλά, γι’ αυτό περνάει δεν περνάει»·
- περνάει και τρίζουν τα πεζοδρόμια, (για γυναίκες) βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- περνάει ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- περνάει σαν αγάς ή την περνάει σαν αγάς, βλ. λ. αγάς·
- περνάει σαν βασιλιάς ή την περνάει σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- περνάει σαν μπέης ή την περνάει σαν μπέης, βλ. λ. μπέης·
- περνάει σαν πασάς ή την περνάει σαν πασάς, βλ. λ. πασάς·
- περνάει σαν τον κάβουρα στον τέντζερη, βλ. λ. τέντζερης·
- περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- περνάει τη ράμπα, (για ηθοποιούς, ή παράσταση), βλ. λ. ράμπα2·
- περνώ αγαμίες, βλ. λ. αγαμία·
- περνώ αδεκαρίες, βλ. λ. αδεκαρία·
- περνώ αλάνικα, βλ. λ. αλάνικος·
- περνώ αναπαραδιές, βλ. λ. αναπαραδιά·
- περνώ απ’ τη ζωή (κάποιου), βλ. λ. ζωή·
- περνώ απ’ την Ιερά Εξέταση ή περνώ από Ιερά Εξέταση, βλ. λ. εξέταση·
- περνώ απ’ το κόσκινο ή περνώ από κόσκινο ή περνώ από ψιλό κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- περνώ απ’ το σουρωτήρι ή περνώ από σουρωτήρι, βλ. λ. σουρωτήρι·
- περνώ απενταρίες, βλ. λ. απενταρία·
- περνώ (από) ανάκριση, βλ. λ. ανάκριση·
- περνώ από εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- περνώ από φάλαγγα, βλ. λ. φάλαγγα·
- περνώ από φωτιά και τσεκούρι, βλ. λ. φωτιά·
- περνώ από ψιλή σίτα, βλ. λ. σίτα·
- περνώ άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- περνώ ατσιγαρίες, βλ. λ. ατσιγαρία·
- περνώ αφραγκίες, βλ. λ. αφραγκία·
- περνώ αψιλίες, βλ. λ. αψιλία·
- περνώ βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- περνώ βέρα ή περνώ βέρες ή περνώ τις βέρες, βλ. λ. βέρα·
- περνώ γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- περνώ δαχτυλίδι ή περνώ δαχτυλίδια ή περνώ τα δαχτυλίδια, βλ. λ.δαχτυλίδι·
- περνώ δεύτερο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- περνώ δύσκολο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- περνώ ένα πανί (κάτι), βλ. λ. πανί·
- περνώ έξτρα, βλ. λ. έξτρα·
- περνώ έξτρα πρίμα, βλ. λ. έξτρα πρίμα·
- περνώ ζάχαρη ή την περνώ ζάχαρη, βλ. λ. ζάχαρη·
- περνώ ζόρια, βλ. λ. ζόρι·
- περνώ ζόρικα, βλ. λ. ζόρικος·
- περνώ ζωή ανθρωπινή, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή παραμυθένια, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή πασαλίδικη, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- περνώ κακά ή την περνώ κακά, βλ. λ. κακός·
- περνώ καλά ή την περνώ καλά, βλ. λ. καλός·
- περνώ κανόνι, βλ. λ. κανόνι·
- περνώ καρύδι και μέλι ή περνώ καρύδι με το μέλι, βλ. λ. καρύδι·
- περνώ κουτσά στραβά, βλ. λ. κουτσός·
- περνώ κρίση, βλ. λ. κρίση·
- περνώ λαχτάρα, βλ. λ. λαχτάρα·
- περνώ λέκια, βλ. λ. λέκι·
- περνώ λούκι, βλ. λ. λούκι·
- περνώ λούφα ή την περνώ λούφα ή την περνώ στη λούφα, βλ. λ. λούφα·
- περνώ μαύρες μέρες, βλ. λ. μέρα·
- περνώ με κόκκινο, βλ. λ. κόκκινος·
- περνώ με πράσινο, βλ. λ. πράσινος·
- περνώ με τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- περνώ με ψωμί κι ελιά ή περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- περνώ μεγάλο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- περνώ μια χαρά, βλ. λ. χαρά·
- περνώ όμορφα ή την περνώ όμορφα, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ όμορφα και φίνα ή την περνώ όμορφα και φίνα, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ όμορφα κι ωραία ή την περνώ όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ πείνα ή περνώ πείνες, βλ. λ. πείνα·
- περνώ πρώτος (κάπου), βλ. λ. πρώτος·
- περνώ σταυροπόδι ή την περνώ σταυροπόδι, βλ. λ. σταυροπόδι·
- περνώ στη μερίδα μου, βλ. λ. μερίδα·
- περνώ στην άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- περνώ στην επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- περνώ στις εξετάσεις ή περνώ τις εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- περνώ στο καθαρό, βλ. λ. καθαρός·
- περνώ στο καλό, βλ. λ. καλός·
- περνώ στο πανεπιστήμιο, βλ. λ. πανεπιστήμιο·
- περνώ σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- περνώ τα όρια, βλ. λ. όριο·
- περνώ τελευταίο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- περνώ τη γραμμή μου, βλ. λ. γραμμή·
- περνώ τη μέρα μου, βλ. λ. μέρα·
- περνώ την κουλούρα, βλ. λ. κουλούρα·
- περνώ την ώρα μου ή περνώ τις ώρες μου, βλ. λ. ώρα·
- περνώ το κατώφλι της εκκλησίας, βλ. λ. κατώφλι·
- περνώ το χρόνο μου, βλ. λ. χρόνος·
- περνώ τον καιρό μου, βλ. λ. καιρός·
- περνώ του Χριστού τα πάθη, βλ. λ. πάθος·
- περνώ του λιμανιού τα βάσανα ή περνώ του λιμανιού τα πάθη, βλ. λ. λιμάνι·
- περνώ του λιναριού τα βάσανα ή περνώ του λιναριού τα πάθη, βλ. λ. λινάρι·
- περνώ τούνελ, βλ. λ. τούνελ·
- περνώ τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- περνώ των παθών μου τον τάραχο, βλ. λ. πάθος·
- περνώ φίνα ή την περνώ φίνα, βλ. λ. φίνος·
- περνώ φίνα κι ωραία ή την περνώ φίνα κι ωραία, βλ. λ. φίνος·
- περνώ φοβερά, βλ. λ. φοβερός·
- περνώ φουρτούνα ή περνώ φουρτούνες, βλ. λ. φουρτούνα·
- περνώ φτώχειες, βλ. λ. φτώχεια·
- περνώ χαλκά, βλ. λ. χαλκάς·
- περνώ χοντρά γαζιά, βλ. λ. γαζί·
- περνώ χοντρά λέκια, βλ. λ. λέκι·
- περνώ χοντρό λούκι, βλ. λ. λούκι·
- περνώ ωραία ή την περνώ ωραία, βλ. λ. ωραίος·
- πώς περνάς; ή πώς τα περνάς; έκφραση ενδιαφέροντος γενικά για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: απόψε έχουμε στο σπίτι πανηγύρι και όλ’ οι φίλοι σου ρωτούνε πώς περνάς, ρωτάει για σένανε και μια γειτονοπούλα που σε αγάπησε και που την αγαπάς // για πες μου φίλε, πώς τα περνάς; Για μια γυναίκα θαρρώ πονάς
- σε μας αγριάδες δεν περνάνε ή σε μένα αγριάδες δεν περνάνε, βλ. λ. αγριάδα1·
- σε μας δεν περνάνε αυτά ή σε μένα δεν περνάνε αυτά, βλ. λ. αυτός·
- σε μας ζοριλίκια δεν περνάνε ή σε μένα ζοριλίκια δεν περνάνε, βλ. λ.ζοριλίκι·
- σε περνάει απέναντι, βλ. λ. απέναντι·
- στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε, βλ. λ. πουτάνα·
- στο μάγκα μαγκιές δεν περνάνε, βλ. λ. μάγκας·
- στον πούστη πουστιές δεν περνάνε, βλ. λ. πούστης·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. λ. πόδι·
- την πέρασε ολόκληρη ταξιαρχία, (για γυναίκες) βλ. λ. ταξιαρχία·
- την πέρασε ολόκληρο σύνταγμα, (για γυναίκες) βλ. λ. σύνταγμα·
- την πέρασε ολόκληρο τάγμα, (για γυναίκες) βλ. λ. τάγμα·
- την πέρασε ολόκληρος λόχος, (για γυναίκες) βλ. λ. λόχος·
- την περνώ, ζω υποφερτά: «μ’ όλη αυτή την ακρίβεια, μόλις που καταφέρνω να την περνώ». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κολλάς, μπατίρισα, και φράγκο δεν υπάρχει· να την περάσεις κοίταξε όπως και αν σου λάχει
- την περνώ διπλοπόδι, βλ. λ. διπλοπόδι·
- την περνώ κοτσάνι, βλ. λ. κοτσάνι·
- την περνώ με ψωμί κι ελιά ή την περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- την περνώ ξεροσφύρι, βλ. λ. ξεροσφύρι·
- την περνώ σπαρτιάτικα, βλ. λ. σπαρτιάτικα·
- την περνώ σταυροπόδι, βλ. λ. σταυροπόδι·
- της περνώ δεύτερο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της περνώ ένα χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το τσιφλίκι; βλ. λ. παππούς·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το τσιφλίκι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. λ. παππούς·
- το πέρασε νύχτα, (για κυβερνήσεις ή υπουργούς) βλ. λ. νύχτα·
- το περνώ απ’ το κόσκινο ή το περνώ από κόσκινο ή το περνώ από ψιλό κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- το περνώ απ’ το σουρωτήρι ή το περνώ από σουρωτήρι, βλ. λ. σουρωτήρι·
- το περνώ ντούκου ή το περνώ στο ντούκου, βλ. λ. ντούκου·
- το περνώ χαλκά στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο, βλ. λ. σκυλί·
- τον πέρασα γενεές δεκατέσσερις, βλ. λ. γενεά·
- τον πέρασα για…, τον θεώρησα, σχημάτισα τη γνώμη, νόμισα: «στην αρχή τον πέρασα για βλάκα, αλλά αποδείχτηκε πολύ έξυπνος». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μυστήριοι οι αλητήριοι και τους περνούν σε κάθε μέρος για γκραν αστέρες τους τρεις Καμπαλέρος). Συνών. τον πήρα για(…)·
- τον πέρασα για (τον τάδε), τον  εξέλαβα για κάποιον άλλον, τον παραγνώρισα: «είδα από μακριά τον τάδε και τον πέρασα για τον αδερφό σου». Συνών. τον πήρα για (τον τάδε)· 
- τον πέρασα στη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, βλ. λ. βελόνι·
- τον πέρασε από μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- τον πέρασε από λεπίδι, βλ. λ. λεπίδι·
- τον περνώ απ’ το κόσκινο ή τον περνώ από κόσκινο ή τον περνώ από ψιλό κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- τον περνώ απ’ το σουρωτήρι ή τον περνώ από σουρωτήρι, βλ. λ. σουρωτήρι·
- τον περνώ γενεές δεκατέσσερις, βλ. λ. γενεά·
- τον περνώ γι’ αμερικανάκι, βλ. λ. αμερικανάκι·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- τον περνώ ντούκου ή τον περνώ στο ντούκου, βλ. λ. ντούκου·
- τον περνώ (πολλές) σκάλες, βλ. λ. σκάλα·
- του (της) περνάει (το) κέρατο ή του (της) περνάει (τα) κέρατα, βλ. λ.κέρατο·
- του (της) τα περνώ (ενν. τα κέρατα), τον (την) κερατώνω, τον (την) απατώ: «είναι δυο χρόνια τώρα που του τα περνάει και δεν έχει πάρει ακόμα μυρουδιά»·
- του περνώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του περνώ ένα μπερντάχι, βλ. λ. μπερντάχι·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του περνώ μια σαπουνάδα, βλ. λ. σαπουνάδα·
- του περνώ τα γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- του περνώ το χαλκά στη μύτη (ενν. και τον τραβώ), βλ. λ. χαλκάς·
- του περνώ χαλκά, (για γυναίκες), βλ. λ. χαλκάς·
- του το πέρασα κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- του το πέρασα τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- τους πέρασαν από λεπίδι, βλ. λ. λεπίδι·
- τους πέρασαν από μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- τους περνώ τα δαχτυλίδια, βλ. λ. δαχτυλίδι·
- τους περνώ τις βέρες, βλ. λ. βέρα·
- ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το γεφύρι ο τρελός, βλ. λ. γνωστικός.