περισσεύω, ρ. [<αρχ. περισσεύω], περισσεύω· είμαι παραπανίσιος, δε χρησιμεύω πουθενά: «εγώ, που περισσεύω, μπορώ να φύγω;»·
- αν δεν περισσεύει, δε φτάνει, βλ. φρ. καλύτερα να περισσεύει παρά να μη φτάνει·
- καλύτερα να περισσεύει παρά να μη φτάνει, έκφραση με την οποία δικαιολογείται κάποιος, όταν έχει τη δυνατότητα να αγοράζει διάφορα τρόφιμα σε μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που του χρειάζονται και η έννοιά του είναι πως, για να χορτάσει κανείς πολύ καλά, θα πρέπει να αφήσει και κάτι από το φαγητό που τρώει·
- μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει, βλ. λ. μονός·
- στα καλάθια δε χωρεί και στα κοφίνια περισσεύει ή στο καλάθι δε χωρεί και στο κοφίνι περισσεύει, βλ. λ. καλάθι·
- στους δυο ο τρίτος περισσεύει, βλ. λ. δυο·
- φτάνει και περισσεύει, βλ. λ. φτάνω.