περίπατος, ο, ουσ. [<αρχ. περίπατος], οτιδήποτε γίνεται με μεγάλη ευκολία: «δώσε μου να κάνω κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό που μου ανέθεσες είναι για μένα περίπατος»·
- βγαίνω περίπατο, περπατώ για ευχαρίστηση σε χώρο αναψυχής: «όταν ο καιρός είναι καλός, βγαίνω περίπατο στην παραλία»·
- κάνω περίπατο, πετυχαίνω κάτι με μεγάλη ευκολία, χωρίς να κουραστώ, χωρίς να κοπιάσω: «είχε την εντύπωση πως θα τελείωνε τη δουλειά κάνοντας περίπατο, αλλά απ’ την πρώτη στιγμή άρχισε να πέφτει απ’ το ένα παλούκι στ’ άλλο || κι ο Μουσολίνι είχε την εντύπωση πως θα κατακτούσε την Ελλάδα κάνοντας περίπατο!»· βλ. και φρ. βγαίνω περίπατο·
- κάνω τον περίπατό μου, βλ. φρ. βγαίνω περίπατο·
- με περίπατο, με μεγάλη ευκολία, πανεύκολα: «τέλειωσα τη δουλειά με περίπατο || τους νικήσαμε με περίπατο»·
- πάει περίπατο, α. (για πρόσωπα) χάθηκε οριστικά, πέθανε, ιδίως σκοτώθηκε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του και πάει περίπατο, όταν έπεσε πάνω σ’ ένα τοίχο!». β. (για πράγματα) καταστράφηκε ανεπανόρθωτα, αχρηστεύτηκε: «είχα κι εγώ ένα αυτοκίνητο, αλλά, μετά το τρακάρισμα που του ’κανα, πάει περίπατο». γ. χάθηκε οριστικά κάτι: «κάποτε αγαπιόμασταν, αλλά είναι καιρός που ο έρωτάς μας πάει περίπατο»·
- πάω περίπατο, βλ. φρ. βγαίνω περίπατο·
- τον βγάζω περίπατο, τον οδηγώ ή τον συνοδεύω στον περίπατό του: «επειδή ο παππούς πρέπει να περπατάει λόγω καρδιάς, όταν ο καιρός είναι καλός, τον βγάζω περίπατο στην παραλία»·
- τον κάνω περίπατο, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω περίπατο·
- τον πάω περίπατο, βλ. φρ. τον βγάζω περίπατο·
- τον στέλνω περίπατο, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απολύω από την εργασία μου, από τη δουλειά μου: «όποιον πιάνει να κάνει κοπάνα, τον στέλνει περίπατο χωρίς δεύτερη κουβέντα».