περιοδικό, το, ουσ. [< λατιν. periodicus <αρχ. περιοδικός], το περιοδικό·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό, λέγεται για γυναίκα που είναι πολύ ψυχρή στον έρωτα ή που είναι αμέτοχη κατά τη σεξουαλική πράξη: «τι να το κάνω που είναι όμορφη γυναίκα, απ’ τη στιγμή που τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό;». Συνών. τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα / τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι / τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα / τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα.