περιβόλι κ. περβόλι, το, ουσ. [<μσν. περιβόλιν <μτγν. περιβόλιον, υποκορ. του αρχ. περίβολος], το περιβόλι. Υποκορ. περιβολάκι κ. περβολάκι, το·
- έγινε η καρδιά μου περιβόλι, βλ. λ. καρδιά·
- είναι περιβόλι, α. είναι πολύ ευχάριστος, πολύ διασκεδαστικός: «χαίρομαι αφάνταστα κάθε φορά που βρίσκεται ο τάδε στην παρέα μας, γιατί είναι περιβόλι». β. (ειρωνικά) εντελώς αντίθετος χαρακτηρισμός από τον προηγούμενο με χροιά απατεώνα: «έχε το νου σου σ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι περιβόλι»·
- έχει καρδιά περιβόλι, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά περιβόλι, βλ. λ. καρδιά.