περδικούλα, η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. πέρδικα], η μικρή πέρδικα· η καρδιά και ως κέντρο συναισθημάτων, ιδίως του φόβου·
- η περδικούλα μου το ξέρει! εγώ ο ίδιος μόνο ξέρω πώς και με τι τίμημα ξεπέρασα τις δυσκολίες ή τις στενοχώριες για τις οποίες γίνεται λόγος: «βέβαια τώρα πέρασαν όλα τα δύσκολα, αλλά η περδικούλα μου το ξέρει πώς πέρασαν!»·
- το λέει η περδικούλα του, είναι τολμηρός, γενναίος, είναι παλικάρι, το λέει η καρδιά του: «δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν, γιατί το λέει η περδικούλα του». Από την εικόνα της πέρδικας που περπατάει με προτεταμένο το στήθος της.