πεντόβολα, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. πεντόβολο <πέντε + βόλος], παιδικό παιχνίδι που παίζεται στο ύπαιθρο με πέντε βόλους ή με μικρές στρογγυλεμένες πέτρες: «τα παιδιά έπαιζαν πεντόβολα στο προαύλιο της εκκλησίας»·
- δεν παίζουμε πεντόβολα, βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, πεντόβολα παίζουμε; βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- παίζω πεντόβολα, βλ. φρ. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- τι νόμισες, πεντόβολα παίζουμε βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα.