πενηνταράκι,
το, ουσ.
[<πενήντα + κατάλ. -αράκι]. 1. (προ ευρώ) κέρμα αξίας πενήντα λεπτών:
«είναι τόσο τσιγκούνης, που δε σου δίνει ούτε πενηνταράκι». (Λαϊκό τραγούδι: βγαίναν
οι κυράδες στα μπαλκόνια και ρίχναμε πενηνταράκια,σαν χόρευε
τρελά η γκαμήλα με σκέρτσα και με τσαλιμάκια). 2. γυάλινη φιάλη
πενήντα γραμμαρίων: «ένα πενηνταράκι ούζο»·
- δε
δίνω πενηνταράκι, βλ. συνηθέστ. δε δίνω πεντάρα (τσακιστή), λ.
πεντάρα.