πένα,
η, ουσ.
[<ιταλ. penna (= φτερό)], η πένα. 1. ο κοντυλοφόρος, το στυλό με υγρή
μελάνη: «έβγαλε απ’ τη μέσα τσέπη του σακακιού του την πένα του και υπέγραψε το
συμβόλαιο». 2. μικρό κοκάλινο έλασμα για την κρούση των χορδών πολλών
έγχορδων οργάνων: «είναι πολλοί οι καλλιτέχνες που μπορούν να παίξουν μπουζούκι
και χωρίς πένα». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- ακονίζω
την πένα μου, (ιδίως για δημοσιογράφους) συγκεντρώνομαι για να γράψω ένα
οξύ κείμενο εναντίον κάποιου: «τον βλέπω ώρα σκεφτικό μπροστά στο γραφείο του
κι ακονίζει την πένα του για ένα άρθρο κατά του υπουργού Παιδείας»·
- άνθρωπος
της πένας, βλ. λ. άνθρωπος·
- γίνομαι
στην πένα, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ποτού ή
ναρκωτικού: «μόλις τραβήξει δυο τρεις τζουρίτσες, γίνεται στην πένα». (Λαϊκό
τραγούδι: σούρα, τρελός κι αν έγινα και βγήκα απ’ την ταβέρνα, για το τσαρδί
μου πήγαινα είχα γενεί στην πένα)·
- είμαι
στην πένα, α. είμαι ντυμένος πολύ όμορφα, πολύ προσεγμένα: «το βράδυ
θα είναι όλοι οι επίσημοι στη δεξίωση, γι’ αυτό πρέπει να ’μαι στην πένα».
Συνών. είμαι στην τρίχα. β. είμαι σε καλή ψυχολογική και
οικονομική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που κέρδισα το λαχείο, είμαι στην πένα».
(Λαϊκό τραγούδι: θα τ’ αλλάξω το βιολί θα ρεφάρω κι όπως πριν θα ’μαι
στην πένα, θα τ’ αλλάξω το βιολί, και θα ντρέπομαι πολύ να πονώ για μια
γυναίκα σαν και σένα)·
- είναι
γερή πένα, βλ. φρ. είναι δυνατή πένα·
-
είναι δυνατή πένα, βλ.
φρ. έχει δυνατή πένα·
- είναι καλή πένα, βλ. συνηθέστ.
έχει δυνατή πένα·
-
έχει γερή πένα, βλ.
φρ. έχει δυνατή πένα·
- έχει δυνατή πένα, γράφει
πολύ ωραία, είναι καλός συγγραφέας ή δημοσιογράφος: «όλα τα βιβλία του γίνονται
ανάρπαστα, γιατί έχει δυνατή πένα || παίρνω αυτή την εφημερίδα μόνο και μόνο
για να διαβάζω τον τάδε, που έχει δυνατή πένα». Συνών. τρέχει η γλώσσα του
(γ)·
- έχει
καλή πένα, βλ. συνηθέστ. έχει δυνατή πένα·
- κουρντίζομαι
στην πένα, βλ. φρ. ντύνομαι στην πένα. (Λαϊκό τραγούδι: κουρντίστηκες,
κυρά μου, στην πένα, στο καντίνι, να ζήσει κι ο λεβέντες, ο
λεβέντης που σε ντύνει)·
-
ντύνομαι στην πένα, ντύνομαι πολύ προσεγμένα: «κάθε Κυριακή που πηγαίνω
στην εκκλησία, ντύνομαι στην πένα». (Λαϊκό τραγούδι: την γκομενίτσα τηνε
γουστάρω και γυναίκα θα την πάρω· σπίτι θα της έχω φίνο και στην πένα
θα την ντύνω). Συνών. ντύνομαι στην τρίχα·
- πληρωμένη
πένα, βλ. φρ. πληρωμένος κονδυλοφόρος, λ. κονδυλοφόρος·
- στην
πένα, πολύ όμορφα, πολύ προσεγμένα και με πολύ φροντίδα: «είναι το πρώτο
του ραντεβού σήμερα, γι’ αυτό έβαλε τα καλά του τα ρούχα για να ’ναι στην πένα ||
πήγε να συμμαζέψει το δωμάτιό του κι όταν τέλειωσε, ήταν όλα στην πένα». Συνών.
στην τρίχα / τσίτα κόρδα / τσίτα πίτα·
- στολίζομαι στην πένα, βλ.
φρ. ντύνομαι στην πένα·
-
τροχίζω την πένα μου, (ιδίως
για δημοσιογράφους) βλ. φρ. ακονίζω την πένα μου.