πελαργός, ο, θηλ. πελαργίνα, η, ουσ. [<αρχ. πελαργός], ο πελαργός. 1. αυτός που είναι ψηλός, ιδίως αυτός που έχει ψηλά και αδύνατα πόδια: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου μιλάω, γιατί είναι σαν πελαργός». Από την εικόνα του πελαργού που έχει ψηλά και αδύνατα πόδια. 2. στον πλ. οι πελαργοί, (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ) οι φίλαθλοι που ακολουθούν την ομάδα τους στα εκτός έδρας, ιδίως στα εκτός χώρας, παιχνίδια: «οι παίχτες μετά τη νίκη τους ευχαρίστησαν τους ηρωικούς πελαργούς της ομάδας». Από την εικόνα των πελαργών που είναι αποδημητικά πουλιά·
- σ’ έφερε ο πελαργός, εξήγηση που δίνουμε σε μικρό παιδί στην απορία του για τη γέννησή του, επειδή δε θέλουμε να το πονηρέψουμε, αναφέροντας την ορθή διαδικασία·
- το ’φερε ο πελαργός! ειρωνικό πείραγμα σε γυναίκα, που γέννησε χωρίς να είναι παντρεμένη.