πειράζω, ρ. [<αρχ. πειράζω (= δοκιμάζω)], πειράζω. 1. ενοχλώ, παρενοχλώ κάποιον με λόγια ή με έργα: «μην τον πειράζεις τον άνθρωπο, γιατί έχει τη στενοχώρια του». (Λαϊκό τραγούδι: τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε, μερακλή και αλανιάρη με φωνάζουνε). 2. ερεθίζω κάποιον με λόγια ή με έργα, βλάπτω, κάνω κακό σε κάποιον: «μην τον πειράζεις, γιατί θα στις βρέξει». (Λαϊκό τραγούδι: με μια μονάχα σου ματιά μες στην καρδιά με σφάζεις σκέψου το πιο καλύτερα, μη θες να με πειράζεις).3. κάνω αστεία σε βάρος κάποιου με λόγια ή με έργα: «δεν αφήνει άνθρωπο που να μην τον πειράξει». (Λαϊκό τραγούδι: με ήξεραν, με πείραζαν, και το ’χαν παρακάνει, κι όπου με βλέπαν τα παιδιά, με φώναζαν αλάνη). 4. ασχολούμαι με ένα αντικείμενο κατά τρόπο που μπορεί να διαταράξει την ομαλή του λειτουργία, περιεργάζομαι, παρεμβαίνω στη λειτουργία του ή απλά αγγίζω: «μην το πειράξεις το ραδιόφωνο, γιατί χαλάει με το παραμικρό || δεν το πείραξε κανείς το φαγητό σου, για να μη λες μετά πως σιχαίνεσαι και δεν το τρως». 5. (για κορίτσια) διακορεύω: «γιατί, βρε αλήτη, ξεγέλασες μικρό κορίτσι και το πείραξες;». 6. στο γ΄ πρόσ. πειράζει, βλάπτει: «το πολύ κάπνισμα πειράζει τα πνευμόνια». 7. συνήθως σε ερωτηματικό τύπο, πειράζει; με την έννοια ενοχλεί(;): «πειράζει αν θα ’ρθω κι εγώ; || πειράζει αν καθίσω δίπλα σας;». (Λαϊκό τραγούδι: πειράζει που είμαι και μεγάλη φίρμα, πειράζει). (Ακολουθούν 12 φρ.)· 
- αν δε σε πειράζει ή αν δε σας πειράζει, αν δε σας ενοχλεί, αν δεν ενοχλείστε: «μπορώ να καθίσω δίπλα σας, αν δε σας πειράζει;»·
- δεν πειράζει, (απρόσ.) ας είναι, δεν τίθεται, δεν υπάρχει πρόβλημα. (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει, χαλάλι σου, εσύ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- με πειράζει, με ενοχλεί, μου δημιουργεί, μου προξενεί κάποιος ή κάτι κάποιο κακό: «κάθε φορά που περνώ απ’ τη γειτονιά του, με πειράζει || το κάπνισμα με πειράζει». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, μελαχρινό μου, μη μου κάνεις νάζι, ενώ το ξέρεις, μάτια μου, ότι με πειράζει)·  
- με πειράζει η θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- με πειράζει στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- με πειράζει στα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- με πειράζει στο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- σε πειράζω! αστειεύομαι, δε μιλώ σοβαρά: «μα είναι δυνατόν να μου κάνεις μήνυση, επειδή σε ξύπνησα μεσημεριάτικα; -Σε πειράζω!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται και τις πιο πολλές φορές ακολουθεί το ρε ανόητε ή το ρε βλάκα ή το ρε κουτέ ή το ρε χαζέ·
- τι πειράζει; δε βλέπω αυτό να ενοχλεί κάπου: «θα ’ρθει κι ο τάδε μαζί μας; -Τι πειράζει;».