πείρα, η, ουσ. [<αρχ. πεῖρα], η πείρα. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- απ’ την πείρα μου, γνώση που προέρχεται από όλα όσα έχω ζήσει και έχω υποφέρει: «απ’ την πείρα μου μπορώ να σου πω πως ακόμα υπάρχουν πραγματικοί φίλοι»·
- από πείρα, από προσωπική εμπειρία: «από πείρα σου λέω πως δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι με τόση ευκολία τους ανθρώπους»·
- γνωρίζω από πείρα (κάτι), γνωρίζω, ξέρω κάτι από προσωπική μου εμπειρία: «γνωρίζω από πείρα πως τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο»·
- εκ πείρας, βλ. φρ. από πείρα·
- έχω κακιά πείρα, βλ. φρ. έχω πικρή πείρα·
- έχω πείρα της ζωής, γνωρίζω τις δυσκολίες που έχει η ζωή, γιατί τις έχω ζήσει, τις έχω περάσει: «αν δεν είχα πείρα της ζωής, δε θα σε συμβούλευα μ’ αυτόν τον τρόπο»·
- έχω πείρα του πράγματος, έχω προσωπική γνώση, προσωπική εμπειρία γι’ αυτό που γίνεται λόγος: «θα σας πω εγώ πώς θα ενεργήσετε, γιατί έχω πείρα του πράγματος που σας απασχολεί»·
- έχω πικρή πείρα, έχω οδυνηρή, δυσάρεστη εμπειρία από αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «μη μου λες εμένα τι παναπεί να σε προδίνει ο φίλος σου, γιατί έχω πικρή πείρα»·
- μιλάει η πείρα! λέγεται θαυμαστικά από τον ομιλούντα για το άτομό του πριν ή μετά τις συμβουλές που δίνει σε κάποιον για κάποιο θέμα: «εμένα να ν’ ακούς, αγόρι μου, γιατί μιλάει η πείρα!»·
- μιλάει η πείρα, λέγεται στις περιπτώσεις που μας μιλάει, που μας συμβουλεύει κάποιος, που έχει μεγάλη πείρα στη ζωή του: «αυτόν να τον ακούς προσεκτικά τι σου λέει, γιατί μιλάει η πείρα»·
- μιλώ από πείρα, μιλώ, αναφέρομαι σε κάτι ή συμβουλεύω κάποιον για κάτι, επειδή το γνωρίζω από την εμπειρία μου: «όλοι μας, όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα συμβουλευόμαστε τον τάδε, γιατί πάντα μιλάει από πείρα»·
- ξέρω από πείρα (κάτι), βλ. φρ. γνωρίζω από πείρα (κάτι).