πατσάς, ο, ουσ. [<τουρκ. paça]. 1. είδος φαγητού (σούπας), που παρασκευάζεται από την κοιλιά, το στομάχι ή τα πόδια σφαγίου και που είναι πολύ αγαπητό στους ανθρώπους της πιάτσας: «μετά από τα μπουζούκια πήγαμε και φάγαμε έναν πατσά». 2. άτομο που είναι πολύ παχύ: «έτσι πατσάς που είναι, δεν μπορεί να περπατήσει πιο γρήγορα». 3. στον πλ. οι πατσάδες κ. πατσές, τα πλαδαρά, τα παχιά σημεία του ανθρώπινου σώματος, ιδίως γύρω από την κοιλιά: «κάνε λίγο δίαιτα, γιατί γέμισες πατσές». Υποκορ. πατσαδάκι, το·
- βουρ στον πατσά! βλ. λ. βουρ(!)·
- κάνω πατσάδες, γίνομαι πλαδαρός, πατσαδιάζω: «απ’ τη μέρα που σταμάτησα τη γυμναστική, έκανα πατσάδες»·
- του ’κανα τα μούτρα πατσά, τον χτύπησα πολύ άγρια στο πρόσωπο, του το κομμάτιασα, του το παραμόρφωσα: «τον έβαλα κάτω τον παλιοαλήτη και του ’δωσα τόσο ξύλο, που του ’κανα τα μούτρα πατσά». Από το ότι ο μάγειρας προσφέρει τον πατσά στον πελάτη, αφού πρώτα τον κόψει σε πολύ μικρά κομματάκια.