πατινάδα2, η, ουσ. [<πατινός (= τελευταίος) + κατάλ. -άδα], ερωτικό μουσικό κομμάτι που τραγουδιέται τη νύχτα μέσα στους δρόμους με συνοδεία κιθάρας: «μέσα στη σιγαλιά της νύχτας ακούστηκε μια πατινάδα»·
- κάνω πατινάδα, τραγουδώ πατινάδα: «το βράδυ συνηθίζει να κάνει πατινάδα στην αγαπημένη του». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις τσουκάλι πήλινο και ψήνεις φασουλάδα· κι εγώ απ’ τη λαχτάρα μου παίζοντας την κιθάρα μου σου κάνω πατινάδα).