Πάσχα κ. Πάσκα, το, άκλ. ουσ. [<εβρ. pasah (= διάβαση)], το Πάσχα, η Λαμπρή: «περάσαμε το Πάσχα στο χωριό με τον παραδοσιακό τρόπο»·
- κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα: «έχει πέσει με τα μούτρα στη δουλειά, γι’ αυτό διασκεδάζει κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα»·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- καλό Πάσχα! βλ. συνηθέστ. καλή Ανάσταση! λ. Ανάσταση·
- κάνω Πάσχα, βλ. συνηθέστ. κάνω Ανάσταση, λ. Ανάσταση·
- το χρόνο που δεν έχει Πάσχα, βλ. λ. χρόνος.