πασιέντζα κ. πασιέντσα, η, ουσ. [<ιταλ. pazienza (= υπομονή)], ατομικό παιχνίδι με τραπουλόχαρτα για να περνάει κάποιος την ώρα του, ή για να προβλέπει, υποτίθεται, τα μελλοντικά γεγονότα που τον αφορούν ή αν θα πραγματοποιηθεί κάποια επιθυμία του: «η πασιέντζα είναι τ’ αγαπημένο του παιχνίδι»·
- δε μου βγήκε η πασιέντζα, α. δεν μπόρεσα να προχωρήσω το παιχνίδι και να το φτάσω στο τέλος του, γιατί μπλόκαρε, γιατί δε μου έτυχαν οι κατάλληλοι συνδυασμοί χαρτιών, και έτσι, υποθέτω πως δε θα πραγματοποιηθεί κάποια επιθυμία που είχα ορίσει, πριν αρχίσω το παιχνίδι: «αφού δε μου βγήκε η πασιέντζα, σημαίνει πως δε θα κάνω αυτό το ταξίδι». β. δεν εξελίχθηκε κάτι σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου ή τις προσδοκίες μου: «υπολόγιζα πως θα τελείωνα γρήγορα τη δουλειά με το δάνειο που θα ’παιρνα, αλλά δε μου βγήκε η πασιέντζα, γιατί η αίτησή μου για το δάνειο απορρίφθηκε»·
- μου βγήκε η πασιέντζα, α. μπόρεσα να προχωρήσω το παιχνίδι ως το τέλος του, γιατί μου έτυχαν οι κατάλληλοι συνδυασμοί χαρτιών, και έτσι, υποθέτω πως θα πραγματοποιηθεί κάποια επιθυμία, που είχα ορίσει, πριν αρχίσω το παιχνίδι: «αφού βγήκε η πασιέντζα, παναπεί πως θα πάρω το δάνειο απ’ την τράπεζα». β. εξελίχθηκε κάτι σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου ή τις προσδοκίες μου: «ευτυχώς μου βγήκε η πασιέντζα και πήρα τη δουλειά που κυνηγούσα»·
- παίζω πασιέντζες, βλ. φρ. ρίχνω πασιέντζες·
- ρίχνω πασιέντζες, περνώ την ώρα μου παίζοντας πασιέντζες και, κατ’ επέκταση, δεν κάνω τίποτα το ουσιαστικό, τίποτα το ωφέλιμο, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και ρίχνει πασιέντζες».