πάρλα, η, ουσ. [<ιταλ. parla <λατιν. parabola <ελλ. παραβολή], η ακατάσχετη φλυαρία, η άσχετη πολυλογία, η πολυλογία χωρίς νόημα: «σταμάτα, ρε παιδάκι μου, αυτή την πάρλα, γιατί μας ζάλισες, μπααα!»·
- πιάνω (την) πάρλα, μιλώ ακατάσχετα, φλυαρώ χωρίς νόημα: «αν σε πιάσει ο τάδε την πάρλα, δε θα σ’ αφήσει να πεις κουβέντα || όπως ερχόμασταν, πιάσαμε πάρλα για τ’ αθλητικά».