παρασύνθημα, το, ουσ. [<μτγν. παρασύνθημα <παρά + σύνθημα], (από τη στρατιωτική γλώσσα) η απάντηση που δίνεται στο σύνθημα και που ολοκληρώνει την αναγνωριστική διαδικασία μεταξύ δύο στρατιωτών·
- έλα στο παρασύνθημα, βλ. συνηθέστ. προχώρα στο παρασύνθημα·
- πιάνω το παρασύνθημα, καταλαβαίνω το συνθηματικό λόγο, σινιάλο ή χειρονομία που μου κάνει κάποιος: «μια ώρα του ’κανα νόημα να διώξει τη μικρή, γιατί ερχόταν η γυναίκα του, όμως αυτός δεν έπιασε το παρασύνθημα κι έτσι τον έκανε τσακωτό»·
- προχώρα στο παρασύνθημα, μπες στο κυρίως θέμα, μπες στην ουσία της υπόθεσης: «άσε τα πολλά λόγια και προχώρα στο παρασύνθημα». Αναφορά στο στρατιωτικό παρασύνθημα.