παρασάγγης, ο, ουσ. [<αρχ. παρασάγγης <περσ. farsang (= αρχ. περσικό μέτρο μήκους ίσο με 30 στάδια, δηλαδή με 5.250 μέτρα)]·
- απέχει παρασάγγας ή είναι παρασάγγας μακριά, α. διαφέρει πολύ: «απέχει παρασάγγας αυτό που λες μ’ αυτό που λέω εγώ». β. (για τόπους, τοποθεσίες) βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση: «απέχει παρασάγγας μακριά το μέρος που θέλεις να πας απ’ το σημείο που βρίσκεσαι»·
- απέχεις παρασάγγας ή είσαι παρασάγγας μακριά, α. είσαι μακριά από την πραγματικότητα ή είσαι εντελώς έξω από το πνεύμα της συζήτησης που επικρατεί αυτή τη στιγμή: «απέχεις παρασάγγας μ’ αυτό που λες, γιατί δεν έχει καμιά σχέση με την κουβέντα που κάνουμε». β. βρίσκεσαι πολύ μακριά από το μέρος που θέλεις να πας ή από αυτό που θέλεις να πετύχεις ή από αυτό με το οποίο θέλεις να συγκριθείς: «είσαι παρασάγγας μακριά απ’ το μέρος που θέλεις να πας || μην τον πιάνεις στο στόμα σου, γιατί απέχεις παρασάγγας απ’ αυτό που έχει καταφέρει».