απαράλλαχτος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. ἀπαράλλακτος], που είναι απόλυτα όμοιος με έναν άλλον: «είναι απαράλλαχτος ο πατέρας του || είναι απαράλλαχτη η μάνα της»·
- είναι ίδια κι απαράλλαχτα, (επιτατικά) τα πράγματα για τα οποία γίνεται λόγος είναι πανομοιότυπα: «βρήκα δυο κινέζικα βάζα, που είναι ίδια κι απαράλλαχτα»·
- είναι ίδιος κι απαράλλαχτος, (επιτατικά) που είναι απόλυτα όμοιος με έναν άλλον ή που εξακολουθεί να διατηρεί ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά και τις ίδιες συνήθειες με αυτές του παρελθόντος: «δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις απ’ τον αδερφό του, γιατί είναι ίδιος κι απαράλλαχτος || τον συνάντησα έπειτα από είκοσι χρόνια και είναι ίδιος κι απαράλλαχτος».
- ίδια κι απαράλλαχτα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: «συμπεριφέρεσαι ίδια κι απαράλλαχτα με τον πατέρα σου».