απαραδέκτου, του, ουσ.[γεν. του αρσ. απαράδεκτος, του επιθ. απαράδεκτος], εύχρ. μόνο στη φρ. είναι απαραδέκτου, (στη νεοαργκό) είναι απαράδεκτος, είναι απαράδεκτο: «μια τέτοια συμπεριφορά είναι απαραδέκτου || δεν μπορώ να σου επιτρέψω να μπεις, γιατί το ντύσιμό σου είναι απαραδέκτου».