παρανάλωμα, το, ουσ. [<μτγν. παρανάλωμα <παραναλῶ], εύχρ. μόνο στις φρ. έγινε παρανάλωμα ή έγινε παρανάλωμα του πυρός ή πιο σπάνια έγινε παρανάλωμα της φωτιάς, λέγεται για κάτι που καταστράφηκε, που κάηκε εντελώς από τη φωτιά: «το κτίριο μέσα σε λίγα λεπτά έγινε παρανάλωμα || το σπίτι έγινε παρανάλωμα του πυρός».