παράθυρο, το, ουσ. [<μτγν. παραθύρα (= πλάγια πόρτα) <παρα- + θύρα], το παράθυρο. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το παράθυρό της στέκετ’ ένας στρατιώτης κι απ’ την πίσω πόρτα βγαίνει ναύτης που ’χε αφήσει γένι)· στον πλ. τα παράθυρα, τετράγωνα πλαίσια στην οθόνη της τηλεόρασης, όπου εμφανίζονται διάφοροι επώνυμοι, που δε βρίσκονται συνήθως στο στούντιο, για να αναλύσουν στους θεατές διάφορα θέματα ή να απαντήσουν στις ερωτήσεις του τηλεπαρουσιαστή, ή ακόμη και διάφοροι παίχτες που παίρνουν μέρος σε κάποιο τηλεοπτικό παιχνίδι: «τον τελευταίο καιρό ο υπουργός οικονομικών βγαίνει κάθε τόσο στα παράθυρα των τηλεοράσεων υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της επιβολής νέων φόρων». Υποκορ. παραθυράκι, το (βλ. λ.)·
- απ’ το παράθυρο, με πλάγια ενέργεια, με πλάγια μέσα, με όχι νόμιμο μέσο, με όχι διαφανείς διαδικασίες: «τις παραμονές των εκλογών η κυβέρνηση έβαλε απ’ το παράθυρο ένα σωρό υπαλλήλους στο δημόσιο || ξέρεις πόσοι μπήκαν στο δημόσιο απ’ το παράθυρο λίγο πριν απ’ τις εκλογές;». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή για κάποιο λόγο δε θέλει να γίνει αισθητή η παρουσία του, αντί να μπει κάπου από την πόρτα, μπαίνει απ’ το παράθυρο·
- βγήκε απ’ το παράθυρο, χρεοκόπησε: «δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά, γι’ αυτό βγήκε απ’ το παράθυρο». Από την εικόνα του ατόμου που βγαίνει απ’ το παράθυρο για να εξαφανιστεί, γιατί στην πόρτα τον περιμένουν αστυνομικοί για προσωποκράτηση λόγω χρεών, ιδίως στο δημόσιο, ή διάφοροι πιστωτές του ή από την εικόνα του ατόμου που αυτοκτονεί πέφτοντας από το παράθυρό του επειδή χρεοκόπησε·
- έπεσε απ’ το παράθυρο, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρό του: «είχε πολλά προβλήματα ο φουκαράς κι έπεσε απ’ το παράθυρο». Ο τρόπος αυτός αυτοκτονίας, παρουσιάστηκε έντονος με το μεγάλο κραχ του 1930 στην Αμερική, όπου διάφοροι χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες έπεφταν στο κενό από το παράθυρο του γραφείου τους. Συνών. έπεσε απ’ το μπαλκόνι·
- θα πέσω απ’ το παράθυρο, βρίσκομαι σε απελπιστική θέση: «δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο αυτή την γκίνια, θα πέσω απ’ το παράθυρο, σου λέω!». Συνών. θα πέσω απ’ το μπαλκόνι·
- κάθομαι στο παράθυρο, κάθομαι κοντά, δίπλα στο παράθυρο: «τον βρήκα να κάθεται στο παράθυρο και να χαζεύει τους περαστικούς»·
- όταν μπει η φτώχεια απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. λ. φτώχεια·
- πετώ τα λεφτά μου απ’ το παράθυρο, βλ. λ. λεφτά·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο, βλ. λ. πόρτα.