παραθέριση, η κ. παραθέρισμα, το κ. παραθερισμός, ο, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. παραθερίζω + κατάλ. -η, -μα ή -μος], η παραθέριση, ο παραθερισμός· (ειρωνικά) η εκτόπιση ή η φυλάκιση: «τον έπιασαν την ώρα που έκανε ντου σε μια βίλα και τον έστειλαν παραθέριση». (Λαϊκό τραγούδι: και σαν να μην καλάρεσε στον Πρόεδρο, το φίλο, μου ’χει και παραθέρισμα εξάμηνο στην Πύλο). Από το ότι πολλοί, τη χρονική περίοδο που βρίσκονταν στη φυλακή και γινόταν αισθητή η απουσία τους στον κοινωνικό τους κύκλο, δικαιολογούσαν αυτή την απουσία τους ότι δήθεν παραθέριζαν κάπου·
- πήγε (για) παραθέριση, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή είναι. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα.