παραδάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. παράς], (χαϊδευτικά) το χρήμα, τα χρήματα: «θα πρέπει να πήρες αρκετό παραδάκι απ’ την τελευταία σου δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα μόνος μου γυρνώ μες τα σοκάκια δίχως εσένα και δίχως παραδάκια
- έπεσε ζεστό το παραδάκι, καταβλήθηκε τοις μετρητοίς: «μόλις του παρέδωσα τη δουλειά, έπεσε ζεστό το παραδάκι»·
- κατέβαινε το παραδάκι! απειλητική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «έλα δω, ρε μπαταξή, κατέβαινε το παραδάκι που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε τα λεφτά! / κατέβαινε το μαλλί! / κατέβαινε το χρήμα(!)·
- να πέφτει το παραδάκι! κατηγορηματική απαίτηση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, να πέφτει το παραδάκι!»·
- πέσε το παραδάκι! βλ. φρ. να πέφτει το παραδάκι(!)·
- το φυσάει το παραδάκι, έχει πολλά χρήματα, είναι πολύ πλούσιος: «αυτός, αγόρι μου, δεν επηρεάζεται απ’ την οικονομική κρίση, γιατί το φυσάει το παραδάκι».