παρά,
πρόθ. και σύνδ. αντιθετ. [<αρχ. παρά], δηλώνει αντίθεση, εναντίωση, εξαίρεση,
αφαίρεση, εναλλαγή ή εισάγει β΄ όρο σύγκρισης ή με αυτόνομη χρήση και θέση: «θα
περάσω στη μία παρά τέταρτο || παρά τα χρόνια του διατηρείται νέος || αλλάζει
σπίτι χρόνο παρά χρόνο || παρά να κάθεσαι να περιμένεις, δε τον παίρνεις
καλύτερα στο τηλέφωνο; || παρά που μεγάλωσε, δεν έβαλε μυαλό || προτιμώ να τ’
αγοράσω λίγο μεγαλύτερο παρά να μη μου κάνει || δε λέω παρά την αλήθεια».
(Λαϊκό τραγούδι: καλύτερα να πούλαγα κάστανα σε φουφούδες παρά που
πήγα κι έμπλεξα, ο μπαγλαμάς, με τέτοιες χασικλούδες). (Ακολουθούν 58 φρ.)·
-
δε γίνεται παρά να…, βλ. φρ. δεν μπορεί παρά να(…)·
-
δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
-
δεν απόμεινε παρά να…, βλ. λ. απομένω·
-
δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
-
δεν μπορεί παρά να…, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «αφού σου χρωστάει, δεν
μπορεί παρά να σε εξοφλήσει»·
-
δώδεκα παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
-
είναι άνθρωπος του παρά πέντε, βλ. λ. άνθρωπος·
-
είναι παρά φύση ή είναι παρά φύσιν, βλ. λ. φύση·
-
είναι στο παρά ένα, βλ. λ. ένα·
-
είναι στο παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
-
έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα ή του ’δωσε παρά μίαν τεσσαράκοντα ή
του μέτρησε παρά μίαν τεσσαράκοντα, βλ. λ. τεσσαράκοντα·
-
κάλλιο αργά παρά ποτέ, βλ. λ. κάλλιο·
-
κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε, βλ. λ. κάλλιο·
-
κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης, βλ. λ. μακαρίτης·
-
κάλλιο εφτά στον πισινό παρά μια στην κεφαλή, βλ. λ. πισινός·
-
κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
-
κάλλιο λάχανα με γλύκα παρά ζάχαρη με πίκρα, βλ. λ. λάχανο·
-
κάλλιο να λεν τον κερατά παρά τον κακομοίρη, βλ. λ. κερατάς·
-
κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου παρά η κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
-
κάλλιο να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται, βλ. λ. ζηλεύω·
-
κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
-
κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το, βλ. λ. κάλλιο·
-
κάλλιο να χάσεις το μαλλί παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
-
κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι παρά στο ξένο ζάχαρη και να
μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
-
κάλλιο οι καλορίζικοι παρά οι αντρειωμένοι, βλ. λ. καλορίζικος·
-
κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, βλ. λ. χέρι·
-
κάλλιο πουτάνα παρά γλωσσού, βλ. λ. πουτάνα·
-
κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, βλ. λ. χωριό·
-
κάλλιο ύπνο παρά δείπνο, βλ. λ. κάλλιο·
-
κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
-
καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλοτσάει, βλ. λ. γαϊδούρι·
-
καλύτερα δούλα στον πλούσιο παρά κυρά στον φτωχό, βλ. λ. δούλα·
-
καλύτερα η αγάπη ενός γέρου παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. γέρος·
-
καλύτερα να πάρεις το λόγο του παρά την υπογραφή του, βλ. λ. λόγος·
-
καλύτερα να περισσεύει παρά να μη φτάνει, βλ. λ. περισσεύει·
-
καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω ή καλύτερα να σε ντύνουν παρά
να σε ταΐζουν, βλ. λ. καλύτερα·
-
καλύτερα παράφωνος παρά βουβός και άφωνος, βλ. λ. άφωνος·
-
καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
-
καλύτερα το μάλλι μου (μαλλί μου) παρά το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
-
μέρα παρά μέρα, βλ. λ. μέρα·
-
ο δημοσιογράφος, πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που
γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
-
παρ’ ελπίδα, βλ. λ. ελπίδα·
-
παρ’ όλ’ αυτά, βλ. λ. όλος·
-
παρά γουρουνότριχα, βλ. λ. γουρουνότριχα·
-
παρά κάτι, λίγο μικρότερο ή λιγότερο, με ελάχιστη διαφορά: «είναι ένα
μέτρο παρά κάτι || είναι ένα κιλό παρά κάτι»· βλ. και λ. παραλίγο·
-
παρά λίγο, βλ. λ. παραλίγο·
-
παρά μάτι, βλ. λ. μάτι·
-
παρά μόνο, εκτός από: «δε θέλω τίποτα, παρά μόνο ένα ποτήρι νερό»·
-
παρά μόνο αν, εκτός και αν: «δε θα ’ρθω παρά μόνο αν είναι ο τάδε», δηλ.
τότε μόνο θα έρθω·
-
παρά πόντο, βλ. λ. πόντος·
-
παρά ποτέ, α. όσο ποτέ άλλοτε: «είμαι τόσο κουρασμένος σήμερα
παρά ποτέ». β. προκειμένου καμιά φορά, προκειμένου ποτέ: «παρά ποτέ, ας
αργήσει να μου επιστρέψει τα δανεικά που του ’δωσα»·
-
παρά ταύτα, βλ. λ. ταύτα·
-
παρά τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
-
παρά φύσιν ασέλγεια, σεξουαλική πράξη που επιβάλλεται από πίσω, από τον
κώλο, κόντρα στους φυσιολογικούς σεξουαλικούς κανόνες, και που τιμωρείται από
το νόμο και από την εκκλησία: «κατηγορείται για παρά φύσιν ασέλγεια»·
-
πετσί παρά κόκαλο! βλ. λ. πετσί·
-
στο παρά δέκα, βλ. λ. δέκα·
-
στο παρά ένα, βλ. λ. ένα·
-
στο παρά πέντε, βλ. λ. πέντε.