παντού, επίρρ. [από το πάντα + κατάλ. -ού, κατά το άλλος >αλλού, αυτός >αυτού], σε όλες τις μεριές, σε όλα τα μέρη: «έψαξα παντού και δεν τον βρήκα». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- από παντού, από όλες τις μεριές, από όλα τα μέρη: «μέσα σε λίγες μέρες, άρχισε να έρχεται βοήθεια στους σεισμόπληκτους από παντού»·
- βάζει παντού τη μούρη του ή βάζει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- βάζει παντού την ουρά του ή βάζει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- έχει παντού τη μούρη του ή έχει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
- έχει παντού τη μύτη του ή έχει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- έχει παντού την ουρά του ή έχει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- όποιος είναι τσιγκούνης στην τσέπη του, είναι παντού, βλ. λ. τσέπη·
- παντού και πάντα, βλ. λ. πάντα·
- πονάω παντού, σε όλο μου το σώμα, σε όλο μου το κορμί: «έκανα τέτοιο χτύπημα, που για μέρες ολόκληρες πονούσα παντού»·
- ρίχνω παντού τα δίχτυα μου, βλ. λ. δίχτυ·
- ταξίδεψε παντού, ταξίδεψε σε όλα τα μέρη, σε όλο τον κόσμο: «ήταν από μικρός στα καράβια, γι’ αυτό ταξίδεψε παντού»·
- χώνει παντού τη μούρη του ή χώνει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
- χώνει παντού τη μύτη του ή χώνει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- χώνει παντού την ουρά του ή χώνει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά