παντελονάκι κ. πανταλονάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. παντελόνι], κοντό παντελόνι, συνήθως καλοκαιρινό, που καλύπτει μικρό μέρος των μηρών: «όλο το καλοκαίρι δεν έβγαλε το παντελονάκι από πάνω του || οι παίχτες του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ, αλλά και άλλων αθλητικών παιχνιδιών φοράνε παντελονάκια». (Τραγούδι: τα κορίτσια που είχαν Ιταλούς, τα κορίτσια που είχαν Γερμανούς, τώρα έχουν Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια κι ένα σύνταγμα από πίσω με Ινδούς).