πανεπιστήμιο, το, ουσ. [<πᾶν + επιστήμη + κατάλ. -ιον], το πανεπιστήμιο· περιβάλλον όπου το άτομο αντιμετωπίζει διάφορες δύσκολες καταστάσεις, που αποτελούν πολύτιμες εμπειρίες για τη ζωή του: «το πεζοδρόμιο είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο»·
- βγάζω το πανεπιστήμιο, αποφοιτώ από κάποια πανεπιστημιακή σχολή: «βγήκα απ’ το πανεπιστήμιο την τάδε χρονιά, ύστερα από εξαετή φοίτηση στην ιατρική σχολή»·
- βγαίνω απ’ το πανεπιστήμιο, βλ. φρ. βγάζω το πανεπιστήμιο·
- μπαίνω στο πανεπιστήμιο, βλ. φρ. περνώ στο πανεπιστήμιο·
- περνώ στο πανεπιστήμιο, εισάγομαι ύστερα από εξετάσεις σε μια από τις πανεπιστημιακές σχολές: «μετά από σκληρό διάβασμα πέρασε στο πανεπιστήμιο απ’ τους πρώτους».