Παναής, ο, κύρ. όν. [<Παναγιώτης], ιδίως εύχρ. στις φρ. έγινε Παναής ή μην είδατε τον Παναή, α. εξαφανίστηκε μαζί με τα χρήματα: «πήρε τις εισπράξεις της ημέρας και μην είδατε τον Παναή». β. (γενικά) έφυγε, εξαφανίστηκε: «μόλις είδε να ’ρχονται οι αστυνομικοί, έγινε Παναής». Αναφορά στο γνωστό επαγγελματία αρραβωνιαστικό από τα Μέγαρα, που έπαιρνε μια προκαταβολή από την προίκα της υποψήφιας νύφης και εξαφανιζόταν.