αγαμία, η, ουσ. [<αρχ. ἀγαμία <ἄγαμος], η αγαμία· η για διάφορους λόγους αποχή από τη σεξουαλική ζωή, η στέρηση σεξουαλικής ζωής, που δημιουργεί στο άτομο νευρικότητα και επιθετικότητα εξ ου και το γνωστό η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η αγαμία τον χτύπησε στο κεφάλι·
- έχω αγαμίες, έχω έλλειψη σεξουαλικής δραστηριότητας: «απ’ τη μέρα που τα χάλασα με την γκόμενα, έχω αγαμίες». Στον τύπο έχω κάτι αγαμίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αγαμίες(!)·
- με δέρνει αγαμία ή με δέρνουν αγαμίες, βασανίζομαι, υποφέρω από σοβαρή έλλειψη σεξουαλικής δραστηριότητας: «είναι καιρός τώρα που δεν μπορώ να σταυρώσω γυναίκα και με δέρνουν αγαμίες». Στον τύπο με δέρνει μια αγαμία! ή με δέρνουν κάτι αγαμίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αγαμία! ή μα τι αγαμίες(!)·
- περνώ αγαμίες, απέχω για διάφορους λόγους από τη σεξουαλική δραστηριότητα: «τα χάλασα με την γκόμενα και περνώ αγαμίες || τον τελευταίο καιρό περνώ αγαμίες, γιατί κάνω θεραπεία για τη βλεννόρροια που άρπαξα». Στον τύπο περνώ κάτι αγαμίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αγαμίες!