παλιοσίδερα, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. παλιοσίδερο <παλιο- + σίδερο], τα σιδερένια τμήματα διαλυμένων πλοίων, αυτοκινήτων και άλλων συσκευών ή μηχανημάτων, που προωθούνται να πουληθούν ως υλικό σιδήρου: «έχει μια μάντρα με παλιοσίδερα και κονομάει τρελά λεφτά»·
- πάει για παλιοσίδερα, (για αυτοκίνητα) καταστράφηκε τόσο πολύ, που μπορεί να πουληθεί μόνο ως υλικό σιδήρου: «γιατί δεν ήρθες με τ’ αυτοκίνητό σου; -Το τράκαρα προχτές και πάει για παλιοσίδερα»·
- το δίνω για παλιοσίδερα, (για αυτοκίνητα) είναι τόσο παλιό, ελαττωματικό ή κατεστραμμένο, που μπορεί να πουληθεί μόνο ως υλικό σιδήρου: «δεν αξίζει να επιδιορθωθεί αυτό το σαράβαλο και σκέφτομαι να το δώσω για παλιοσίδερα»·
- το στέλνω για παλιοσίδερα, (για αυτοκίνητα) βλ. φρ. το δίνω για παλιοσίδερα.