παλιός, -ιά, -ιό κ. παλαιός, -αιά, -αιό, επίθ. [<αρχ. παλαιός], παλιός. 1. που ανήκει ή που αναφέρεται σε παλιότερες εποχές: «παλιές συνήθειες». 2. που ήδη υπάρχει πριν από πολύ καιρό και διαιωνίζεται, που είναι μακροχρόνιος: «το πρόβλημα που μου λες είναι παλιό || σ’ αυτό το ζήτημα τηρείται ακόμη η παλιά νομοθεσία». 3. που προηγείται χρονικά από κάποιον ή κάτι άλλο: «πρέπει να κανονίσουν πρώτα οι παλιοί μεταξύ τους τις άδειες κι ύστερα οι νεότεροι υπάλληλοι του γραφείου || έβαλα τα παλιά μου παπούτσια, γιατί αυτά που αγόρασα τώρα με χτυπάνε στις φτέρνες». 4. που υπήρξε πριν από πολύ καιρό, ο πρώην: «αυτός που μας προσπέρασε είναι ο παλιός σύζυγος της τάδε». 5. που έχει αποκτήσει πείρα, που έχει γίνει σοφότερος με τα χρόνια: «να ρωτήσεις τον τάδε που είναι παλιός στο κουρμπέτι κι έχουν δει πολλά τα μάτια του». 6. που είναι φθαρμένος από την πολυκαιρία ή από την πολλή χρήση και, κατ’ επέκταση, ο άχρηστος: «άλλαξα τον κινητήρα του αυτοκινήτου μου, γιατί ήταν παλιός». 7α. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι παλιοί, (με νοσταλγική διάθεση) οι προγενέστεροι: «όλοι οι παλιοί θυμούνται τις ρομαντικές καντάδες». β. (με κολακευτική διάθεση) η ηλικιωμένοι, οι γεροντότεροι: «οι παλιοί εξακολουθούν να κρατούν τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας». (Λαϊκό τραγούδι: τσακίστηκα στα δυο σαν το κλωνάρι από ανθρώπους που τους νόμιζα σωστούς. Κι όσο κι αν ψάξω, δε θα βρω ούτε αχνάρι απ’ εκείνους τους λεβέντες τους παλιούς).8. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα παλιά, (με νοσταλγική διάθεση)τα παλιότερα, τα περασμένα χρόνια. (Τραγούδι: ένας φίλος ήρθ’ απόψε απ’ τα παλιά, φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις, είχε γκρίζα τα σγουρά του τα μαλλιά και μου είπε πως απόψε θα γυρίσεις // το φεγγάρι κάνει βόλτες στης κυράς μου τα μαλλιά, παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι να θυμηθούμε τα παλιά). 9. οτιδήποτε ανήκει, προέρχεται ή γινόταν στο παρελθόν, που έχει παλιώσει, που έχει μπει στην άκρη, που έχει αχρηστευτεί με τα χρόνια που πέρασαν: «πέταξα τα παλιά κι έτρεξα ν’ αγοράσω παπούτσια της προκοπής || τόσα χρόνια τη βγάζω με τα παλιά του αδερφού μου, αλλά τώρα πήρα την απόφαση να ντυθώ κι εγώ σαν άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: όλα μου τα παράτησα, ωχ, μαχαίρια και καβγάδες, σαν αρχενίσω τα παλιά, βρε, θα κλάψουνε μανάδες). Επίρρ. παλιά και παλαιά, σε παλιότερη, σε προγενέστερη εποχή: «παλιά οι νέοι σέβονταν τους ηλικιωμένους». (Ακολουθούν 84 φρ.)·
- ανοίγω παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- ανοίγω τα παλιά βιβλία, βλ. λ. βιβλίο·
- ανοίγω τα παλιά κιτάπια, βλ. λ. κιτάπι·
- ανοίγω τα παλιά τεφτέρια, βλ. λ. τεφτέρι·
- αρχίζω τα παλιά, επανέρχομαι σε προηγούμενες, ιδίως κακές, συνήθειες: «είχε κάνει προσπάθεια να κόψει το πιοτό, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, άρχισε τα παλιά». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου, κυρά μου, ξαναρχίζω τα παλιά μου· το ξενύχτι πάλι, το πιοτό και καντάδες σε παλιό σκοπό).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι·
- αυτά είναι παλιά κουλούρια, βλ. λ. κουλούρι·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυρίζω στα παλιά, αναπολώ τα περασμένα: «πολλές φορές γυρίζω στα παλιά, γιατί η ζωή τότε ήταν πολύ καλύτερη απ’ τη σημερινή». Πρβλ.: σε βρήκα λαβωμένη μια βραδιά, σου έδωσα κορόνα και καρδιά, σε κοίμισα σε νόμιμη αγκαλιά, μα σένα τρέχει ο νους στα παλιά
- είναι παλαιών αρχών, βλ. λ. αρχή·
- είναι παλιά αμαρτία, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι παλιά πουτάνα, βλ. λ. πουτάνα·
- είναι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι, βλ. λ. πουτάνα·
- είναι παλιάς κοπής, βλ. λ. κοπή·
- είναι παλιό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- είναι της παλιάς εποχής, βλ. λ. εποχή·
- είναι της παλιάς σχολής, βλ. λ. σχολή·
- έχουμε παλιούς λογαριασμούς, βλ. λ. λογαριασμός·
- η παλιά καλή εποχή! βλ. λ. εποχή·
- η παλιά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- η παλιά φρουρά, βλ. λ. φρουρά·
- θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει παλιό χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- κλείνω τα παλιά βιβλία, βλ. λ. βιβλίο·
- κλείνω τα παλιά κιτάπια, βλ. λ. κιτάπι·
- κλείνω τα παλιά τεφτέρια, βλ. λ. τεφτέρι·
- ξοφλώ παλιά γραμμάτια, βλ. λ. γραμμάτιο·
- ξύνω παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά κιτάπια ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά τεφτέρια, βλ. λ. δουλειά·
- ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει) τα παλιά τεφτέρια πιάνει, βλ. λ. Εβραίος·
- ο μουφλούζης, αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει, βλ. λ. μουφλούζης·
- ο παλιός είναι αλλιώς, ο ηλικιωμένος είναι γενικά πιο έμπειρος, πιο πολύπειρος, ιδίως στα ερωτικά. (Τραγούδι: ο νέος είναι ωραίος, μα πάντα ευτυχώς ο παλιός είναι αλλιώς
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ο παλιός ο γάτος τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται, βλ. λ. γάτος·
- ο παλιός (ο) χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- ο παλιός σκοπός, βλ. λ. σκοπός·
- οι παλιές καλές μέρες! βλ. λ. μέρα·
- όπως παλιά ή όπως και παλιά, βλ. λ. όπως·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- παλιά αμαρτία, βλ. λ. αμαρτία·
- παλιά Ελλάδα, βλ. λ. Ελλάδα·
- παλιά ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- παλιά καραβάνα, βλ. λ. καραβάνα·
- παλιά μου τέχνη κόσκινο ή παλιά μας τέχνη κόσκινο, βλ. λ. τέχνη·
- παλιά μυαλά, βλ. λ. μυαλό·
- παλιά ξινά κρασιά, βλ. λ. κρασί·
- παλιά κοπή σε νέα ραφή, βλ. λ. ραφή·
- παλιές ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; βλ. λ. γαϊδούρι·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, βλ. λ. γυρεύω·
- παλιό κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- παλιό κρασί, βλ. λ. κρασί·
- παλιό σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- παλιό τ’ αμπέλι, λίγο το κρασί, βλ. λ. αμπέλι·
- παλιό τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- παλιό το κόλπο! βλ. λ. κόλπο·
- παλιοί λογαριασμοί, βλ. λ. λογαριασμός·
- πάω με το παλιό, είμαι παλαιοημερολογίτης, ακολουθώ το Ιουλιανό ημερολόγιο: «εγώ θα γιορτάσω Χριστούγεννα μετά από δεκατρείς μέρες, γιατί πάω με το παλιό»·
- πιάνω τα παλιά, βλ. φρ. αρχίζω τα παλιά·
- ρίχνω αλάτι σε παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- σαν τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- σβήνω τα παλιά, α. διαγράφω παλιές διαφορές, παλιές έχθρες: «επειδή κατάλαβαν πως με τα μαλώματα δε βγαίνει τίποτα, αποφάσισαν να σβήσουν τα παλιά και μόνοιασαν». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σβήσω τα παλιά,να κλείσω τα δεφτέρια και σαν δυο φίλοι καρδιακοί να δώσουμε τα χέρια). β. διαγράφω τις παλιές οφειλές κάποιου: «σβήνω όλα τα παλιά, αλλά στο εξής θ’ αγοράζεις μόνο τοις μετρητοίς»·
- σκαλίζω παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- σταμπάρω στο παλιό μου το τεφτέρι (κάποιον), βλ. λ. τεφτέρι·
- στον παλιό καλό καιρό! βλ. λ. καιρός·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου υποδήματα, βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. παπούτσι· 
- τα γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου υποδήματα (ενν. τα λόγια μου, αυτά που μου λες), βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα παλιά των υποδημάτων μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- τα παλιά λημέρια, βλ. λ. λημέρι·
- την παλιά εποχή ή την παλιά την εποχή, βλ. λ. εποχή·
- της παλιάς εποχής ή της παλιάς της εποχής, βλ. λ. εποχή·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τον γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου υποδήματα, βλ. λ. υπόδημα·
- τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- τους χωρίζει παλιά έχθρα, βλ. λ. έχθρα.