παλαμίδα, η, ουσ. [<μσν. παλαμίδα <μτγν. παλαμίς <αρχ. πηλαμύς], η παλαμίδα· (ειρωνικά) μακριά και φαρδιά γραβάτα: «κρέμασε μια παλαμίδα στο λαιμό του σαν πετραχήλι»·
- παλαμίδα του μυρίζει, επιζητά πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις του ή φαντάζεται ότι θα ωφεληθεί πάρα πολύ από κάτι: «του ’πεσαν κάτι λεφτουδάκια από ’να λαχείο κι από τότε παλαμίδα του μυρίζει, γιατί θέλει να χτίσει ολόκληρο εργοστάσιο || απ’ τη μέρα που έγινε υποδιευθυντής, παλαμίδα του μυρίζει, γιατί υπολογίζει πως θα τα κονομήσει απ’ τις προμήθειες του εργοστασίου». Από το ότι η παλαμίδα είναι για πολλούς  πολύ νόστιμο ψάρι.