παλαβός, -ή, -ό, επίθ. [<παλάβρα + κατάλ. -ός]. 1. που είναι ανισόρροπος, που είναι τρελός: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί είναι παλαβός ο καημένος». 2. που είναι ανάρμοστος, ασυνάρτητος στα λόγια ή στις πράξεις του, που δεν ξέρει τι κάνει: «μήπως περίμενες συγκροτημένες ενέργειες από έναν παλαβό άνθρωπο!». (Λαϊκό τραγούδι: δες τηνε την παλαβή, άλλον γυρεύει για να βρει, θα της κάνω το κεφάλι σαν Σιφνέικο τσουκάλι). 3. που είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «τέτοιο σάλτο μόνο ένας παλαβός σαν και του λόγου του θα μπορούσε να το κάνει». 4. που έχει ασυνήθιστα ζωηρή συμπεριφορά: «βγήκε στο δρόμο και φώναζε σαν παλαβός || το σκυλί γάβγιζε σαν παλαβό». 5. που είναι ερωτευμένος παράφορα, που είναι κεραυνοβολημένος από έρωτα: «απ’ τη μέρα που την είδε, είναι παλαβός γι’ αυτή τη γυναίκα». 6α. το ουδ. ως ουσ. το παλαβό, ασυνάρτητος λόγος ή πράξη: «τι παλαβό ήταν αυτό που είπες; || τι παλαβό ήταν αυτό που έκανες;». β. στον πλ. τα παλαβά, (για λόγια ή πράξεις) ασυναρτησίες, ανοησίες: «άρχισε πάλι τα παλαβά και δεν του έδινε κανείς προσοχή || μόλις άρχισε να κάνει τα παλαβά του, σηκωθήκαμε και φύγαμε». Επίρρ. παλαβά·
- άσ’ τα παλαβά, προτροπή σε κάποιον να πάψει να λέει ή να ενεργεί ανάρμοστα, ασυνάρτητα: «άσ’ τα παλαβά και πες μου με απλά λόγια τι έγινε || άσ’ τα παλαβά και κοίτα να συγκεντρωθείς στη δουλειά σου»· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα παλαβά(!)·
- δεν αφήνεις τα παλαβά! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον να πάψει να μας λέει ή να κάνει ανοησίες ή να ισχυρίζεται απίθανα, απραγματοποίητα πράγματα: «δεν αφήνεις τα παλαβά, να συγκεντρωθούμε και λίγο στη δουλειά μας! || δεν αφήνεις τα παλαβά, που με πέντε χιλιάδες ευρώ θέλεις να χτίσεις εργοστάσιο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω·
- είναι τρελός και παλαβός, βλ. λ. τρελός·
- κάνω σαν παλαβός, α. κυριεύομαι από έντονη ψυχική ταραχή: «μόλις έμαθε πως ήταν και τα παιδιά του μέσα στο πούλμαν που τουμπάρισε, έκανε σαν παλαβός». β. επιθυμώ έντονα κάποιον ή κάτι: «κάνω σαν παλαβός γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει σαν παλαβός ν’ αγοράσει αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω την παλαβή, α. προσποιούμαι πως δεν καταλαβαίνω αυτό που λέει κάποιος: «σ’ εσένα μιλάω, μην κάνεις την παλαβή». β. προσποιούμαι πως δεν ξέρω, προσποιούμαι άγνοια, ιδίως για κάτι κακό ή παράνομο: «πάψε να κάνεις την παλαβή και πες μας ακριβώς πώς έγιναν τα πράγματα». γ. προσποιούμαι τον κουτό, τον βλάκα: «είναι μάρκα μ’ έκαψες κι ας κάνει την παλαβή»·
- κάνω τον παλαβό, βλ. συνηθέστ. κάνω την παλαβή·
- μ’ έκανε παλαβό ή μ’ έχει κάνει παλαβό, με παλάβωσε: «μ’ έχει κάνει παλαβό με τα κάλλη της». (Λαϊκό τραγούδι: γκουβερνάντα μου θα σου το πω και καθόλου δε θα ντραπώ. Για σένα βάσανα πολλά τραβώ αχ! μ’ έχεις κάνει παλαβό!
- το ρίχνω στην παλαβή, παύω να ενδιαφέρομαι για οτιδήποτε: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, το ’ριξε στην παλαβή»· βλ. και φρ. κάνω την παλαβή·
- τρέχω σαν παλαβός, α. ενεργοποιούμαι έντονα για να αποτρέψω ή για να πετύχω κάτι: «μόλις έμαθε πως του ’κανε ο άλλος μήνυση, έτρεχε σαν παλαβός στο δικηγόρο του || τρέχει σαν παλαβός να βολέψει το γιο του στην τράπεζα». β. έχω πολλή δουλειά, πολλά τρεξίματα: «από τότε που ξεκίνησε η νέα σεζόν, τρέχω σαν παλαβός».