παινεύομαι, ρ. [<παινεύω], επαινώ τον εαυτό μου, περηφανεύομαι, καυχιέμαι: «έχει στήσει μια μικρή βιοτεχνία κι όπου βρεθεί κι όπου σταθεί παινεύεται για το κατόρθωμά του»·
- οι όμορφες γυρεύονται κι οι άξιες παινεύονται, τις όμορφες γυναίκες, ανεξάρτητα ήθους ή ηθικής, τις θέλει κανείς στη συντροφιά του σαν διακοσμητικό στοιχείο, για να επιδειχτεί, και ύστερα αδιαφορεί, όμως για τις έξυπνες θα πει τα καλύτερα λόγια: «όταν βγαίνει για διασκέδαση θέλει να περιστοιχίζεται από όμορφες γυναίκες για να κάνει το κομμάτι του, όμως πρέπει να ξέρεις πως οι όμορφες γυρεύονται κι οι άξιες παινεύονται».