παζάρι, το, ουσ. [<περσ. bazar <τουρκ. pazar]. 1. τόπος λαϊκής αγοράς, ιδίως με υπαίθριους μικροπωλητές, όπου συγκεντρώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα για να πουλήσουν τα είδη που παράγουν ή τα είδη που εμπορεύονται, η εμποροπανήγυρη: «στο παζάρι μπορεί να βρει κανείς πράγματα που δεν μπορεί να τα βρει στα σούπερ μάρκετ». (Λαϊκό τραγούδι: του Κυριάκου το γαϊδούρι το ’χανε όλοι για γούρι, σαν γυρνούσε στο παζάρι,το ’χαν για κρυφό καμάρι // τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη).2. στον πλ. τα παζάρια, η διαπραγμάτευση της τιμής εμπορεύματος για αγορά ή για πώληση και γενικά η διαπραγμάτευση των όρων συμφωνίας ή σύμβασης για να καταλήξει κανείς σε αυτούς που του συμφέρουν: «όταν αποφασίσει ν’ αγοράσει κάτι, τους τρελαίνει στα παζάρια». 3. (υποτιμητικά) το να διαπραγματεύεται κανείς κάτι που είναι αδιαπραγμάτευτο: «καμιά κυβέρνηση δεν έχει σκοπό ν’ ασχοληθεί με παζάρια για το Αιγαίο». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μας παίζουνε στα χαρτιά, στα ζάρια, και μας παζαρεύουνε σ’ άθλια παζάρια).4. παρασκηνιακές συζητήσεις, διαπραγματεύσεις για αθέμιτη συναλλαγή: «τα δυο μεγάλα κόμματα άρχισαν τα παζάρια σε βάρος των μικρών κομμάτων»·
- ανατολίτικα παζάρια, έντονη διαπραγματευτική διαδικασία για αγορά ή πώληση της τιμής εμπορεύματος και γενικά των όρων συμφωνίας ή σύμβασης για να καταλήξει κανείς σε αυτούς που του συμφέρουν: «οι Τούρκοι είναι γνωστοί για τα ανατολίτικα παζάρια τους». Από το ότι οι ανατολίτες γενικά διακρίνονται για την τάση που έχουν για παζάρια· βλ. και φρ. εβραίικα παζάρια·
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, βλ. λ. ψάρι·
- εβραίικα παζάρια, μακρά συζήτηση με προτάσεις και αντιπροτάσεις ανάμεσα στον αγοραστή και τον πωλητή για τον καθορισμό τιμής εμπορεύματος ή πράγματος: «η τιμή είναι δέκα χιλιάδες ακατέβατα και δεν έχω διάθεση για εβραίικα παζάρια». Από το ότι οι Εβραίοι διακρίνονται για την τάση που έχουν για παζάρια· βλ. και φρ. ανατολίτικα παζάρια·
- είμαστε στα παζάρια, είμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμα για την τιμή αγοράς ή πώλησης κάποιου αγαθού ή μιας συμφωνίας: «δεν καταλήξαμε πουθενά, γιατί είμαστε ακόμη στα παζάρια»·
- είναι για τα παζάρια, α. (για πρόσωπα) είναι άνθρωπος χωρίς καμιά σοβαρότητα, είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «παντρεύτηκε έναν τύπο που είναι για τα παζάρια». β. (για πράγματα, μηχανήματα) που έχει πολύ πρόχειρη κατασκευή, που δεν έχει καμιά αξία και, κατ’ επέκταση, που είναι άχρηστο: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο που είναι για τα παζάρια». Από το ότι συνήθως στα παζάρια δεν πωλούνται πράγματα αξίας ή καλής ποιότητας. Συνών. είναι για τα πανηγύρια·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- κάνω παζάρι ή κάνω παζάρια, βλ. λ. παζαρεύω: «είναι τόσο ψωροπερήφανος, που το θεωρεί υποτιμητικό να κάνει παζάρια, όταν πρόκειται ν’ αγοράσει κάτι»·
- τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; ή τι ζητά η αλεπού στο παζάρι; ή τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. λ. αλεπού·
- τούρκικα παζάρια, βλ. φρ. εβραίικα παζάρια.