οχτάρι, το, ουσ. [<οχτώ + κατάλ. -άρι], το οχτάρι. 1. (στη γλώσσα του στρατού) το μέσον: «σε όποια μονάδα κι αν πάει, έχει τα οχτάρια του». Από το ότι η στολή υπ’ αριθμό οχτώ είναι η επίσημη στολή των στρατιωτικών. 2. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό οκτώ και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της φυλής του: «μου ’ρθε ένα οχτάρι κι έκανα την πρώτη μου τρίτη»·
- βάζω οχτάρι, α. (στη γλώσσα του στρατού) χρησιμοποιώ κάποιον αξιωματικό, ιδίως για να πάρω άδεια ή για να περνώ ξεκούραστα στη στρατιωτική μου θητεία: «αν δεν έβαζα οχτάρι, δεν θα ’παιρνα την άδεια». β. (γενικά) χρησιμοποιώ μέσον ή κάποια ισχυρή ή εξέχουσα προσωπικότητα για να πετύχω το σκοπό μου: «αν δεν έβαζα οχτάρι, ακόμα θα σερνόμουν από γραφείο σε γραφείο για να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- κάνω οχτάρια, α. προχωρώ τρικλίζοντας, ιδίως ύστερα από μεγάλο μεθύσι: «ήπιε τόσο πολύ, που έκανε πάλι οχτάρια». β. οδηγώ το αυτοκίνητό μου κάνοντας διάφορα ζιγκ ζαγκ: «θα σε δω καμιά μέρα καρφωμένο σε καμιά κολόνα με τη συνήθεια που έχεις να κάνεις οχτάρια καθώς οδηγάς»·
- τα τρία οχτάρια, παλιότερο εργατικό σύνθημα, τότε που οι εργάτες δούλευαν σε εξαντλητικό ωράριο και δηλώνει οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ψυχαγωγία, οχτώ ώρες ύπνο: «δόθηκαν σκληροί αγώνες για να κατακτήσουν οι εργαζόμενοι τα τρία οχτάρια»·
- χτύπησα οχτάρια, (στη νεοαργκό) κατενθουσιάστηκα, με έπιασε έξαλλη χαρά: «μόλις μου ’πε το ναι η γκόμενα, χτύπησα οχτάρια». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν συμβεί κάτι που το ευχαριστεί απόλυτα, τρέχει ξέφρενα με τέτοιο τρόπο, που φαίνεται σαν να τρέχει πάνω σ’ ένα ζωγραφισμένο οχτώ. Πολλές φορές, το τρέξιμο αυτό γίνεται με τα χέρια απλωμένα στα πλάγια σαν φτερούγες αεροπλάνου.