αξίζω, ρ. [<άξιος + κατάλ. -ίζω], αξίζω. 1. είμαι άξιος, έχω αξία, έχω προτερήματα, προσόντα: «απ’ όλους τους γιους του ο μόνος που αξίζει είναι ο μικρότερος». (Λαϊκό τραγούδι: όσο αξίζεις εσύ κι η καρδιά σου η χρυσή δεν αξίζουν μαζί ο ουρανός κι όλη η γη). 2α. αξίζει, (απρόσ.) είναι χρήσιμο: «κατά τη γνώμη μου, αξίζει να σε πληροφορήσω και το εξής». β. επιβάλλεται, πρέπει: «αξίζει να προσπαθήσουμε να τους συμφιλιώσουμε || αξίζει να τον ψηφίσουμε για πρόεδρο, γιατί είναι γνώστης των προβλημάτων μας». γ. συμφέρει: «αξίζει να τ’ αγοράσω, γιατί πουλιέται σε τιμή ευκαιρίας». δ. έχει χρηματική ή συναισθηματική αξία: «αξίζει τόσο, όσο δεν μπορείς να φανταστείς || αξίζει, γιατί είναι οικογενειακό μας κειμήλιο». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- αξίζει για δέκα, βλ. λ. δέκα·
- αξίζει ένα βασίλειο ή αξίζει ολόκληρο βασίλειο ή αξίζει όσο ένα βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- αξίζει να σημειωθεί, βλ. λ. σημειώνομαι·
- αξίζει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
- αξίζει τον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- δεν αξίζει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν αξίζει δίφραγκο (τσακιστό), βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν αξίζει δυάρα (τσακιστή), βλ. λ. δυάρα·
- δεν αξίζει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν αξίζει μία, βλ. λ. μία·
- δεν αξίζει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν αξίζει τον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- δεν αξίζει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν του άξιζε, α. λέγεται για το κατάντημα αξιόλογου ατόμου ή για το οδυνηρό ή άλλο ανάξιο τέλος του: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος και δεν του άξιζε να ξεπέσει τόσο πολύ || δεν του άξιζε αυτού του ανθρώπου να πεθάνει στην ψάθα, γιατί κάποτε ήταν μεγάλος και τρανός». β. λέγεται για άτομο που του δόθηκε, που του προσφέρθηκε κάτι και εκ των υστέρων αποδείχτηκε πως δεν ήταν άξιο γι’ αυτή την προσφορά: «δεν του άξιζε η βοήθεια που του πρόσφερα, γιατί αποδείχτηκε αχάριστος». (Λαϊκό τραγούδι: εσένα δεν σου άξιζε αγάπη εσένα δεν σου άξιζε στοργή, έχεις στο αίμα σου την αμαρτία είσ’ ένα ψέμα χωρίς ντροπή
- δεν του (της) αξίζει, (για ζευγάρια) το ένα από τα δυο πρόσωπα είναι κατά πολύ ανώτερο από το άλλο: «δεν του αξίζει αυτή η γυναίκα, γιατί αυτός είναι φτασμένος επιστήμονας κι αυτή μια αγράμματη γυναικούλα || αυτή είναι γνωστή δημοσιογράφος και δεν της αξίζει αυτός που είναι ένας άξεστος λιμενεργάτης»·
- όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, βλ. λ. τύχη·
- το αξίζει, είναι άξιος: «το αξίζει να πάρει αυτή τη θέση». (Λαϊκό τραγούδι: μπράβο σου, το αξίζεις που μ’ έχεις καταφέρει και πώς αντέχω ακόμα ένας Θεός το ξέρει