ούγια, η, ουσ. [<μσν. οὔια <μτγν. οὔα <αρχ. ὤα], η ούγια·
- το γράφει στην ούγια; είναι αυθεντικό; είναι γνήσιο(;): «εσύ μπορεί να υποστηρίζεις ότι είναι γνήσιο, αλλά το γράφει στην ούγια;». Από το ότι τα υφάσματα ποιότητας, αναγράφουν στην ούγια, δηλ. πάνω σε ειδική ύφανση στις άκρες τους, την προέλευση και τη σύστασή τους·
- του ’φυγε η ούγια, έχασε την αυτοπεποίθηση, τη σιγουριά, την έπαρση, την περηφάνια του από ανέλπιστο γεγονός που του προκάλεσε έντονη έκπληξη ή έντονο φόβο: «να δεις για πότε του ’φυγε η ούγια μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι!». Συνών. του ’φυγε η μαγκιά.