όσιος, -ια, -ιο, επίθ. [<μτγν. ὅσιος], όσιος· που είναι πολύ αδύνατος μετά από περίοδο αρρώστιας, νηστείας ή δίαιτας: «τρόμαξα να τον αναγνωρίσω, μόλις μου μίλησε ο φίλος σου, γιατί ήταν σαν όσιος». Από την εικόνα των οσίων της εκκλησίας, που παρουσιάζονται στην αγιογραφία λιπόσαρκοι·
- γίνομαι όσιος ( Ονούφριος), αδυνατίζω πάρα πολύ μετά από περίοδο αρρώστιας, νηστείας ή δίαιτας: «έμεινε τρεις βδομάδες στην κλινική και στο διάστημα αυτό είχε γίνει σαν όσιος Ονούφριος»·
- δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, βλ. λ. ιερός·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. συνηθέστ. έγιναν όλα καλά κι άγια, λ. άγιος·
- καλά κι όσια, βλ. συνηθέστ. καλά κι άγια λ. άγιος·
- καλός κι όσιος, βλ. συνηθέστ. καλός κι άγιος, λ. άγιος·
- κάνω την οσία (Μαρία), α. (και για τα δυο φύλα) προσποιούμαι τον καλό, τον τίμιο, τον χρηστό: «μόλις αντιλήφθηκε πως υπήρχε περίπτωση να καταλάβουν τι κουμάσι είναι, άρχισε να κάνει την οσία Μαρία». β. προσποιούμαι πως δε γνωρίζω, πως δεν καταλαβαίνω όλα αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου: «επειδή έχει λερωμένη τη φωλιά του, κάθε φορά που γίνεται κουβέντα γι’ αυτή την υπόθεση, κάνει την οσία». (Λαϊκό τραγούδι: ψέματα λες, βρε ακαμάτη, και μη μου κάνεις την οσία, ποτέ δεν έφερες μια κότα, να φάει και η εξουσία
- κάνω τον όσιο (Δαβίδ), α. προσποιούμαι τον καλό, τον τίμιο, τον χρηστό: «μην ξεγελιέσαι που κάνει τον όσιο Δαβίδ, γιατί είναι μεγάλο κωλόπαιδο». β. προσποιούμαι πως δε γνωρίζω, πως δεν καταλαβαίνω όλα αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου: «μην τον βλέπεις που κάνει τον όσιο Δαβίδ, καταλαβαίνει πάρα πολύ καλά για ποιο πράγμα κουβεντιάζουμε»·
- τα ιερά και τα όσια, βλ. λ. ιερός.