όρος, ο, ουσ. [<αρχ. ὄρος], το βουνό·
- παίρνω τα όρη τ’ άγρια βουνά, α. κυριεύομαι από μεγάλη απόγνωση, από μεγάλη απελπισία: «με το παραμικρό εμπόδιο που του τυχαίνει, παίρνει τα όρη τ’ άγρια βουνά». β. αποτρελαίνομαι: «πώς να μην πάρει τα όρη τ’ άγρια βουνά ο άνθρωπος με τόσες στενοχώριες που τον βασανίζουν!»·
- στα όρη στ’ άγρια βουνά, α. προσταγή λαϊκού εξορκιστή να φύγει κάθε κακό, κάθε βασκανία που βασανίζει κάποιον. Συνήθως της φρ. προτάσσεται τριπλό φτου(!). β.πολύ απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη περιοχή: «πήγε κι έκτισε ένα σπίτι στα όρη στ’ άγρια βουνά και βρήκε την ησυχία του»·
- το όρος της Αφροδίτης, το εφήβαιο των γυναικών: «το όρος της Αφροδίτης ξεχώριζε έξω απ’ το βρακάκι της».