όρντινο, το, ουσ. [<ιταλ. ordine], διαταγή, παραγγελία: «εγώ δε δέχομαι όρντινο από κανέναν». 2. στον πλ. τα όρντινα, τα κέντρα αποφάσεων: «τα όρντινα των Βρυξελλών, καλούνται να χαράξουν την αγροτική πολιτική των κρατών μελών για τα επόμενα χρόνια || ο ευρωπαϊκός επίτροπος της χώρας μας, έθεσε στα διάφορα όρντινα της Ένωσης το πρόβλημα των Ελλήνων πλημμυροπαθών»·
- βγάζω όρντινο, διατάζω ως αρχή, ως εξουσία: «έβγαλε όρντινο ο διοικητής να μην πάρει κανένας άδεια το Σαββατοκύριακο»·
- στέλνω όρντινο, παραγγέλλω: «επειδή μ’ αρέσουν πολύ τα τραχανά, έστειλα όρντινο στη θεια μου στο χωριό να μου στείλει μερικά».