ονειρεύομαι, ρ. [<όνειρο], ονειρεύομαι. 1. δημιουργώ με
τη φαντασία μου κάτι που επιθυμώ πάρα πολύ: «ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου όλοι
θα είναι ευτυχισμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: φοβάσαι να παλέψουμε στο
φτωχομονοπάτι, τα πλούτη ονειρεύεσαι για να ’βρεις το ραχάτι). 2.
επιθυμώ, λαχταρώ πολύ κάτι: «ονειρεύομαι ένα ταξίδι στο Παρίσι». 3. δεν
πιστεύω σε κάτι που κάνω ή που μου έτυχε. (Τραγούδι: αρχίζει η ταραντέλα,
γλυκιά μου αγάπη, έλα, μαζί όταν χορεύουμε, θαρρώ πως ονειρεύομαι)·
-
η αλεπού στον ύπνο της καρβέλια ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
-
θα ονειρεύεσαι! λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας λέει απίθανα πράγματα ή
πράγματα που δε μπορούν να πραγματοποιηθούν: «να δεις που με πέντε χιλιάδες ευρώ,
θα μπορέσω να χτίσω εργοστάσιο. -Θα ονειρεύεσαι!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει
με το μου φαίνεται·
-
κοιμάται κι ονειρεύεται, ελπίζει πως θα μπορέσει να πραγματοποιήσει κάτι
που φαντάζει αδύνατο, αλλά το θέλει πάρα πολύ: «έχει την εντύπωση πως χωρίς
ευρώ θα μπορέσει να στήσει ολόκληρη επιχείρηση. -Κοιμάται κι ονειρεύεται».
(Λαϊκό τραγούδι: στα βράχια της Πειραϊκής κοιμάται ο Στέλιος ο μπεκρής, κοιμάται
κι ονειρεύεται την Κυριακή παντρεύεται). Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το άσ’ τον αυτόν ή το να του πεις πως·
-
μήπως κοιμάμαι κι ονειρεύομαι; λέγεται στην περίπτωση που μας συμβαίνουν
ανέλπιστα κάτι πολύ ευχάριστο, που αδυνατούμε να το πιστέψουμε: «είσαι ο
μοναδικός εξάρης στο τζόκερ. -Μήπως κοιμάμαι κι ονειρεύομαι;». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το ρε συ·
-
ο παλιός ο γάτος τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται, βλ. λ. γάτος·
-
ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται ή ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται ή
όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται, βλ. λ. καρβέλι.