ομορφιά, η, ουσ. [<μσν. ὀμορφιά <αρχ. εὐμορφία], η ομορφιά·
-
γλεντώ τα νιάτα μου και την ομορφιά μου, βλ. λ. νιάτα·
-
είναι στις ομορφιές της (του) ή στις ομορφιές της (του) είναι σήμερα,
λέγεται για άτομο που είναι ιδιαίτερα περιποιημένο και όμορφο: «η γυναίκα
σου στη δεξίωση της τάδε ήταν στις ομορφιές της || η κόρη σου στις γυμναστικές
επιδείξεις ήταν στις ομορφιές της || στο χορό του συλλόγου μας ήταν στις
ομορφιές του || τον είδα πριν από λίγο κι ήταν στις ομορφιές του». Όταν
απευθυνόμαστε σε πρόσωπο που είναι μπροστά μας τότε, πολλές φορές, η φρ.
κλείνει με το σήμερα: «είσαι στις ομορφιές σου σήμερα», ενώ συνήθως πιο
ολοκληρωμένα ακούγεται: «μπα, μπα, τι βλέπω, είσαι στις ομορφιές σου σήμερα» ή
«μπα, μπα, τι βλέπω, στις ομορφιές σου είσαι σήμερα»·
-
η βασίλισσα της ομορφιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
-
η γέφυρα της ομορφιάς, βλ. λ. γέφυρα·
-
να χαρείς τα νιάτα σου και την ομορφιά σου, βλ. λ. νιάτα·
-
ομορφιά μου! θαυμαστική προσφώνηση σε οικείο ή αγαπημένο πρόσωπο, άσχετα
αν είναι όμορφο ή όχι: «τι έχεις, ομορφιά μου, κι είσαι στενοχωρημένη! || γιατί,
ομορφιά μου, δε θέλεις να ’ρθεις μαζί μας!». (Λαϊκό τραγούδι: απλωθήκανε οι
ρίζες σου βαθιά μου, ομορφιά μου,σ’ αγαπώ)·
-
πω πω ομορφιές! λέγεται θαυμαστικά, όταν συναντούμε κάποιο φιλικό μας
πρόσωπο το οποίο είναι ιδιαίτερα περιποιημένο και όμορφο·
-
τράβα πόνο για ομορφιά, βλ. συνηθέστ. μπρος στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος,
λ. κάλλος·
-
χαίρομαι τα νιάτα μου και την ομορφιά μου, βλ. λ. νιάτα·
-
χαραμίζω τα νιάτα μου και την ομορφιά μου, βλ. λ. νιάτα.