οικοδομή, η, ουσ. [<μτγν. οἰκοδομή], η οικοδομή· το σύνολο των ανθρώπων που διαμένει σε μια οικοδομή: «όλη η οικοδομή σηκώθηκε στο πόδι απ’ το θόρυβο»·
- δεν είμαι της οικοδομής, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «τον είδες που σήκωσε πρώτος χέρι να με χτυπήσει; -Εγώ δεν ξέρω, δεν είναι της οικοδομής || θα μας πεις, ρε φίλε, ποιος απ’ τους δυο μας έχει δίκιο; -Κανονίστε τα, εγώ δεν είμαι της οικοδομής». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν κατοικεί σε μια οικοδομή, έχει άγνοια των όσων συμβαίνουν μέσα σε αυτή. Συνών. είμαι από χωριό / είμαι περαστικός / ήρθα να πάρω τα χαλιά / ψυγεία πουλάω·  
- δουλεύω οικοδομή, είμαι εργάτης σε οικοδομή: «ο αδερφός του είναι καθηγητής, αλλά αυτός δουλεύει οικοδομή»·
- ρίχνω οικοδομή, βλ. συνηθέστ. σηκώνω οικοδομή·
- σηκώνω οικοδομή, ανεγείρω οικοδομή: «είναι τόσο πετυχημένος εργολάβος, που σηκώνει τη δέκατη οικοδομή».