οθωμανικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. Οθωμανικός], ιδ. εύχρ. στις φρ.: είναι του οθωμανικού ή είναι του οθωμανικού δικαίου, δέχεται να υποστεί ή συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο, είναι πούστης ή είναι κολομπαράς·
- το οθωμανικό δίκαιο, η επιβολή της σεξουαλικής πράξης από πίσω, από τον κώλο, ο σοδομισμός: «πολλές γυναίκες νιώθουν απέχθεια για το οθωμανικό δίκαιο».