ξυπνώ κ. ξυπνάω, ρ. [<μσν. ξυπνῶ], ξυπνώ. 1. βγαίνω από τη λανθάνουσα κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, βγαίνω από την αδράνεια, ενεργοποιούμαι: «αν δεν ξυπνήσεις, θα σου φάει ο άλλος τη δουλειά || αν δεν ξυπνήσεις, θα σου φάει ο τύπος την γκόμενα». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκικα τραγούδια θα σου γράψω για να σου θυμίζουν τα παλιά· οι παλιοί νταλκάδες να ξυπνάνε, οι παλιές οι πίκρες να ξοφλάνε –γόησσα ξανθιά).2. φέρνω στο νου μου, ξαναζωντανεύω στη μνήμη μου: «η παλιά μου γειτονιά, ξυπνάει στο μυαλό μου τα παιδικά μου χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: μια και ήρθες να ξυπνήσεις τις παλιές μου αναμνήσεις, θα γνωρίσεις χίλιες δυο βραδιές πώς γλεντάνε οι καλές καρδιές). 3. αρχίζω να καταλαβαίνω πράγματα που μέχρι πριν από λίγο αγνοούσα, πονηρεύω, πονηρεύομαι: «κοίτα που ξύπνησε κι ο τάδε και μας το παίζει μόρτης! || σήμερα ξύπνησε η νεολαία και δεν είναι σαν την παλιά, που δεν απαιτούσε τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: ο βλάχος από τη Βλαχιά κι από το Καρπενήσι, σαράντα χρόνια στη μαγκιά κι ακόμα να ξυπνήσει // δεν της χάλασα ποτέ μου το χατίρι της κι ας μου τα ’κανε εκείνη πάντα ρόιδο· μα να δούμε ποια θα είναι τα χαΐρια της, που εξύπνησα απόψε, το κορόιδο). 4. προστακτ. ξύπνα! ως προτρεπτικό επιφώνημα σε κάποιον να ενεργοποιηθεί. Τις περισσότερες φορές, συνοδεύεται και από το όνομα του ατόμου στο οποίο απευθύνεται η προτροπή: «ξύπνα Θανάση! || ξύπνα Βασίλη!». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- για να ξυπνάν τα αίματα! ή για να ξυπνούν τα αίματα! βλ. λ. αίμα·
- κανόνια να βαράνε δεν ξυπνάει, έχει πολύ βαρύ ύπνο, κοιμάται πολύ βαθιά: «όταν γυρίζει κουρασμένος απ’ τη δουλειά και πέφτει για ύπνο, κανόνια να βαράνε δεν ξυπνάει»·
- κοιμάμαι και ξυπνάω, συνεχώς, αδιάλειπτα, χωρίς σταματημό: «κοιμάμαι και ξυπνάω, και το μυαλό μου είναι πώς να εξασφαλίσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: με τ’ όνομά σου το γλυκό κοιμάμαι και ξυπνάω και μέρα-νύχτα στο κρασί τον πόνο μου ξεχνάω
- κοιμήθηκα νέος και ξύπνησα γέρος, βλ. λ. γέρος·
- κοιμήθηκε φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, βλ. λ. πλούσιος·
- με τις κότες ξυπνά, με τις κότες κοιμάται, βλ. λ. κότα·
- ξύπνα ρεεε! λέγεται σε κάποιον που ζει στον κόσμο του, που δεν αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του: «Ξύπνα ρεεε! Τα πράγματα άλλαξαν και δεν είναι όπως ήταν προπολεμικά». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη μας να χτυπάει το κεφάλι του συνομιλητή μας ή από χειρονομία με τα χέρια μας να τον πιάνουμε από τους ώμους και να τον ταρακουνάμε, όπως κάνουμε, όταν θέλουμε να ξυπνήσουμε κάποιον που κοιμάται βαθιά·   
- ξυπνάει μέσα μου το ζώο ή ξυπνάει το ζώο μέσα μου, βλ. λ. ζώο·
- ξύπνησε ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- ξύπνησε από λάθος πλευρό, βλ. λ. πλευρό·
- ξύπνησε η καρδιά του, βλ. λ. καρδιά·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, βλ. λ. κώλος·
- ξύπνησε μέσα μου το ζώο ή ξύπνησε το ζώο μέσα μου, βλ. λ. ζώο·
- ξύπνησε στο πλάι, βλ. λ. πλάι·
- ξύπνησε στραβά, βλ. λ. στραβός·
- ξύπνησε φρέσκος, βλ. λ. φρέσκος·
- ξυπνώ με τα κοκόρια, βλ. λ. κοκόρι·
- ξυπνώ με τις κότες, βλ. λ. κότα·
- όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- ποτέ σου μην ξυπνάς λιοντάρι που κοιμάται, βλ. λ. λιοντάρι·
- τ’ αγώι ξυπνά τον αγωγιάτη, βλ. λ. αγώγι·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι.