ξυπνητούρια, τα, ουσ. [<ξυπνητός + κατάλ. -ούρια], το ξύπνημα, ιδίως εύχρ. στη φρ. καλά ξυπνητούρια! α. λέγεται ειρωνικά ή χαϊδευτικά σε όσους ξυπνούν πολύ αργά ή σε όσους είναι βραδύστροφοι και καταλαβαίνουν με καθυστέρηση κάτι που θεωρείται ευκολονόητο. β. λέγεται ειρωνικά σε αυτούς που αποφάσισαν να ενεργήσουν ή να ενδιαφερθούν για κάτι τη στιγμή που η ευκαιρία είχε ήδη χαθεί.