αντσούγια κ. αντζούγα κ. αντζούγια, η, ουσ. [<ιταλ. acciuga], είδος αλίπαστου, που γίνεται από γαύρο ή σαρδέλα. 1. το πέος, ιδίως ηλικιωμένου άντρα, που είναι ανίκανο να έρθει σε κατάσταση στύσης: «τι μεγάλο, τι μικρό, στην ηλικία που βρίσκεται, αντσούγια του έχει γίνει του ανθρώπου». Από το ότι η αντσούγια διατηρείται μέσα στην άρμη. 2. υποτιμητικός χαρακτηρισμός σε άντρα ή σε γυναίκα: «άντε, μουρή αντσούγια, άδειασέ μας τη γωνιά». Από το ότι ο γαύρος ή η σαρδέλα, σαν ψάρια, θεωρούνται  κατώτερης ποιότητας·
- γίναμε αντσούγιες ή γίναμε σαν τις αντσούγιες, στριμωχτήκαμε, συμπιεστήκαμε πολλά άτομα μαζί, ιδίως σε ένα κλειστό και δυσανάλογο για το πλήθος χώρο: «μπήκε τόσος πολύς κόσμος μέσα στο λεωφορείο, που στο τέλος γίναμε  σαν τις αντσούγιες». Από την εικόνα του βαρελιού όπου είναι παστωμένες οι αντσούγιες. Συνών. γίναμε πίτα / γίναμε σάντουιτς / γίναμε σαρδέλες ή γίναμε σαν τις σαρδέλες.